σκωπτόλης: Difference between revisions

37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />moqueur, qui lance des mots piquants.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />moqueur, qui lance des mots piquants.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που περιπαίζει, [[σκώπτης]], [[χλευαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. <i>σκωπτ</i>- του ενεστ. του ρ. <i>σκώπτ</i>-<i>ω</i> με [[επίθημα]] -<i>όλης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>όλης</i>: [[μαίνομαι]])].
}}
}}