σμυγερός: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> douloureux;<br /><b>2</b> qui souffre;<br /><b>II.</b> misérable.<br />'''Étymologie:''' DELG contamination expressive entre [[μογερός]] et [[στυγερός]].
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> douloureux;<br /><b>2</b> qui souffre;<br /><b>II.</b> misérable.<br />'''Étymologie:''' DELG contamination expressive entre [[μογερός]] et [[στυγερός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(ποιητ. τ. του [[μογερός]]) αυτός που γίνεται με κόπο, [[κουραστικός]], [[κοπιαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για εκφραστικό επίθ. που έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. [[μογερός]] και [[στυγερός]]. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[σμυγερός]] απαντά στον <b>Ησύχ.</b> και ο τ. [[σμογερόν]].].
}}
}}