σπάνιος: Difference between revisions

2,298 bytes added ,  29 September 2017
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> rare, peu fréquent, peu abondant ; [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]] XÉN qu’on voit rarement <i>litt.</i> rare à voir ; σπάνιον avec l’inf. XÉN il est rare de ; τὸ σπάνιον ESCHN la rareté, l’insuffisance;<br /><b>2</b> insuffisant, chétif, misérable;<br /><i>Cp.</i> σπανιώτερος, <i>Sp.</i> σπανιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπάνις]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> rare, peu fréquent, peu abondant ; [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]] XÉN qu’on voit rarement <i>litt.</i> rare à voir ; σπάνιον avec l’inf. XÉN il est rare de ; τὸ σπάνιον ESCHN la rareté, l’insuffisance;<br /><b>2</b> insuffisant, chétif, misérable;<br /><i>Cp.</i> σπανιώτερος, <i>Sp.</i> σπανιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπάνις]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σπάνιος]], -ον, ΝΜΑ [[σπάνις]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε μικρή [[ποσότητα]], [[λιγοστός]] («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει σπάνια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[ξεχωριστός]] («έχει σπάνια χαρίσματα»)<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[είναι]] [[σπάνιος]] [[νέος]]» β. «σπάνιο [[βιβλίο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σπάνιες γαίες»<br /><b>χημ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] μιας ευρείας ομάδας χημικών στοιχείων που ανήκουν στην [[ομάδα]] ΙΙΙb του περιοδικού συστήματος και απαρτίζονται από το [[σκάνδιο]], το ύττριο και τα 15 στοιχεία της [[σειράς]] τών λανθανιδών, σύμφωνα δε με ορισμένους μελετητές και από τα στοιχεία της [[σειράς]] τών ακτινιδών και [[κυρίως]] το [[θόριο]] και το [[ουράνιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται [[κατά]] αραιά διαστήματα («[[δυσπρόσιτος]] ἔσω τε κλῇθρων [[σπάνιος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπάνιον</i><br />η [[σπανιότητα]] («ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται», Εύβουλ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[σπανίως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σπάνιόν ἐστι»<br />(συν. με απρμφ.) σπάνια συμβαίνει να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σπανίως]] ΝΜΑ, και <i>σπάνια</i> Ν<br /><b>χρον.</b> [[κατά]] αραιά χρονικά διαστήματα, αραιά και πού (α. «σπάνια τον [[βλέπω]] πια» β. «[[σπανίως]] δὲ τοῡθ' ὑπερβαίνουσι», <b>Πολ.</b>).
}}
}}