σπουδαστικός: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />grave, sérieux;<br /><i>Cp.</i> σπουδαστικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
|btext=ή, όν :<br />grave, sérieux;<br /><i>Cp.</i> σπουδαστικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπουδαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σπουδαστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «το σπουδαστικό»<br />(στο [[παρελθόν]]) ειδική [[υπηρεσία]] της ασφάλειας που είχε ως κύρια [[αποστολή]] της την [[παρακολούθηση]] τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόθυμος]], [[μεθοδικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπουδαστικῶς</i> Α<br />με ζήλο, με [[προθυμία]].
}}
}}