στρογγυλώψ: Difference between revisions

38
(6_22)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγυλώψ''': -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ [[Κύκλωψ]], ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ.
|lstext='''στρογγυλώψ''': -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ [[Κύκλωψ]], ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶπος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλά μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τυφλ</i>-<i>ώψ</i>].
}}
}}