στρογγυλόπλευρος: Difference between revisions

38
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγῠλόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλας πλευράς, ἐπὶ τῆς ἐγχέλεως, Στράττις ἐν «Φιλ.» 1.
|lstext='''στρογγῠλόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλας πλευράς, ἐπὶ τῆς ἐγχέλεως, Στράττις ἐν «Φιλ.» 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[χέλι]]) αυτός που έχει στρογγυλές πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>πλευρος</i>].
}}
}}