συνανοίγω: Difference between revisions

39
(6_5)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ [[συγκλείω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.
|lstext='''συνανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ [[συγκλείω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}