χοϊκός: Difference between revisions

46
(T22)
(46)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=χοικη χοικον ([[χοῦς]], [[which]] [[see]]), made of [[earth]], [[earthy]]: γυμνοί [[τούτους]] [[τοῦ]] χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; ([[Hippolytus]] haer. 10,9, p. 314,95).)  
|txtha=χοικη χοικον ([[χοῦς]], [[which]] [[see]]), made of [[earth]], [[earthy]]: γυμνοί [[τούτους]] [[τοῦ]] χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; ([[Hippolytus]] haer. 10,9, p. 314,95).)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [<i>χοῡς</i> (II)]<br />φτειαγμένος από [[χώμα]], από πηλό («ὁ [[πρῶτος]] [[ἄνθρωπος]] ἐκ γῆς [[χοϊκός]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] κατάλληλη για να πάρει [[μέρος]] στην [[εορτή]] τών Χοών<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ χοϊκαί</i><br /><b>πιθ.</b> η [[εορτή]] τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.
}}
}}