τεφρώδης: Difference between revisions

41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à la cendre, cendré.<br />'''Étymologie:''' [[τέφρα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à la cendre, cendré.<br />'''Étymologie:''' [[τέφρα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[τεφρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τέφρα]]<br />αυτός που μοιάζει [[κατά]] το [[χρώμα]] με την [[τέφρα]], [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[τέφρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τεφρώδες φως»<br /><b>αστρον.</b> το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο [[προς]] τη Γη [[τμήμα]] του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, [[κοντά]] στη [[φάση]] της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό [[ολόκληρο]] τον σεληνιακό δίσκο.
}}
}}