σωσίοικος: Difference between revisions

40
(6_18)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωσίοικος''': -ον, ὁ τοὺς οἴκους σῴζων, Ἡσύχ., Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. [[σῶκος]].
|lstext='''σωσίοικος''': -ον, ὁ τοὺς οἴκους σῴζων, Ἡσύχ., Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. [[σῶκος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[σωτήρας]] τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[σῴζω]] <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐγρεσίοικος]], <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i>)].
}}
}}