χειραγωγός: Difference between revisions

46
(T22)
(46)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=χειραγωγον ([[χείρ]] and [[ἄγω]]), [[leading]] [[one]] by the [[hand]]: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; [[Plutarch]], others.)  
|txtha=χειραγωγον ([[χείρ]] and [[ἄγω]]), [[leading]] [[one]] by the [[hand]]: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; [[Plutarch]], others.)  
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[χειραγωγός]] του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ [[σκότος]] καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που καθοδηγεί κάποιον, [[καθοδηγητής]] («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν [[χειραγωγός]]», Δίον. Αρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. [[βαρδαμάνα]] και βαρδατζέντα<br /><b>2.</b> ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό [[στήριγμα]] σε [[σκάλα]] σπιτιού, [[χειρολαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]]].
}}
}}