3,273,590
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui est à charge, fatigant, insupportable par sa grossièreté <i>ou</i> sa sottise ; φορτικά λέγειν PLAT dire des vulgarités;<br /><i>Cp.</i> φορτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]]. | |btext=ή, όν :<br />qui est à charge, fatigant, insupportable par sa grossièreté <i>ou</i> sa sottise ; φορτικά λέγειν PLAT dire des vulgarités;<br /><i>Cp.</i> φορτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φορτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φόρτος]]<br />[[ενοχλητικός]], [[βαρετός]] (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[δυσνόητος]], [[δύσκολος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για νόμους ή αποφάσεις) [[αυστηρός]], [[σκληρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χυδαίος]], [[ανάγωγος]] (α. «βωμολόχοι καὶ φορτικοί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[δίαιτα]] φορτικὴ καὶ [[ἀφιλόσοφος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ρητ. ύφος) [[πομπώδης]] και [[ανούσιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φορτικόν</i><br />η [[φορτικότητα]], το να [[είναι]] [[κάτι]] πομπώδες και ανούσιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φορτικώς]] / <i>φορτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φορτικά</i> Ν<br />με τρόπο φορτικό, με τρόπο που ενοχλεί ή που δίνει την [[εντύπωση]] του βαρετού<br /><b>αρχ.</b><br />με μη εκλεπτυσμένο και με χυδαίο τρόπο. | |||
}} | }} |