ὑποστατικός: Difference between revisions

44
(6_11)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποστᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ἢ [[πρόθυμος]] νὰ ὑποβληθῇ εἴς τι ἢ νὰ ἀναλάβῃ τι, [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ὑπ. δεινῶν Μέτωπ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 1, 64 (10, 48). 2) ἀπολ., ὑπομονητικός, [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], Λατ. fortis, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5· ἔν τινι Διόδ. 20. 78. - Ἐπίρρ., -κῶς, Πολύβ. 5. 16, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὑπόστασιν, τὴν οὐσίαν, [[οὐσιώδης]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 17. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ὁ ἀποτελῶν τὴν οὐσίαν τινός, τὴν ὑπόστασιν [[αὐτοῦ]], Διον. Ἀρεοπ. 865Β. ΙΙΙ. Παρὰ τοῖς θεολόγοις, [[προσωπικός]], πρβλ. [[ὑπόστασις]] Β. V.
|lstext='''ὑποστᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ἢ [[πρόθυμος]] νὰ ὑποβληθῇ εἴς τι ἢ νὰ ἀναλάβῃ τι, [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ὑπ. δεινῶν Μέτωπ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 1, 64 (10, 48). 2) ἀπολ., ὑπομονητικός, [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], Λατ. fortis, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5· ἔν τινι Διόδ. 20. 78. - Ἐπίρρ., -κῶς, Πολύβ. 5. 16, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὑπόστασιν, τὴν οὐσίαν, [[οὐσιώδης]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 17. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ὁ ἀποτελῶν τὴν οὐσίαν τινός, τὴν ὑπόστασιν [[αὐτοῦ]], Διον. Ἀρεοπ. 865Β. ΙΙΙ. Παρὰ τοῖς θεολόγοις, [[προσωπικός]], πρβλ. [[ὑπόστασις]] Β. V.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπόσταση]], που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την [[επίδραση]] της βαρύτητας, στα χαμηλότερα [[σημεία]] του σώματος, με τη [[μορφή]] παθητικής υπεραιμίας («υποστατική [[πνευμονία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υποστατική [[ένωση]]»<br /><b>θεολ.</b> [[ένωση]] τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία [[υπόσταση]] ή σε ένα [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> [[προσωπικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] ή [[πρόθυμος]] να αναλάβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[υπόσταση]], [[πραγματικός]], [[ουσιώδης]]<br /><b>4.</b> (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την [[ουσία]], την [[υπόσταση]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποστατικῶς</i> Α<br />υπομονητικά, καρτερικά.
}}
}}