3,274,216
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> relatif à une estimation, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> relatif à la fixation d’une peine;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> qui concerne le censeur <i>ou</i> la censure ; ὁ [[τιμητικός]] PLUT personnage ayant exercé la censure;<br /><b>II.</b> disposé à honorer, respectueux de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> relatif à une estimation, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> relatif à la fixation d’une peine;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> qui concerne le censeur <i>ou</i> la censure ; ὁ [[τιμητικός]] PLUT personnage ayant exercé la censure;<br /><b>II.</b> disposé à honorer, respectueux de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τιμητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τιμητής]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που παρέχει, που αποδίδει [[τιμή]] σε κάποιον (α. «τιμητική [[φρουρά]]» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δηλώνει [[τιμή]], που φανερώνει [[εκτίμηση]] σε κάποιον (α. «[[τιμητικός]] [[τίτλος]]» β. «τιμητική [[προσαγόρευση]]» γ. «τιμητικοὺς θριάμβους», <b>Ευστ.</b><br />δ. «τιμητικὸν [ενν. <i>ἀγῶνα</i>] Ἀφροδίτης», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμητή, στον κήνσορα («[[τότε]] τὴν τιμητικὴν ἀρχὴν μετῄεσαν» — την [[τιμητεία]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που παρέχεται ως [[εκδήλωση]] [[τιμής]], ως [[έκφραση]] σεβασμού [[προς]] ένα εξέχον [[πρόσωπο]] («τιμητική [[σύνταξη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τιμητικὸς [[ἀνήρ]]»<br />(στην αρχ. [[Ρώμη]]) αυτός που χρημάτισε [[τιμητής]] (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τιμητικώς]] / <i>τιμητικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τιμητικά</i> Ν<br />με εκδηλώσεις [[τιμής]], σεβασμού<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε [[ένδειξη]] [[τιμής]], ως [[έκφραση]] [[τιμής]] («του χορηγήθηκε η [[σύνταξη]] [[τιμητικώς]]»). | |||
}} | }} |