συνεργός: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συνεργόν ([[σύν]] and ἘΡΓΩ) (from [[Pindar]]), [[Euripides]], [[Thucydides]] [[down]], a [[companion]] in [[work]], [[fellow]]-[[worker]] (Vulg. adjutor ( ); Θεοῦ, [[one]] whom God employs as an [[assistant]], as it were (a [[fellow]]-[[worker]] [[with]] God), G L [[text]] WH marginal [[reading]] [[but]] [[with]] [[τοῦ]] Θεοῦ in brackets; et al. διάκονον, [[which]] [[see]] 1). plural: a [[joint]]-promoter (A. V. [[helper]])), συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς, we labor [[with]] [[you]] to the [[end]] [[that]] we [[may]] [[rejoice]] in [[your]] Christian [[state]], [[εἰς]] [[ὑμᾶς]] (my) [[fellow]]-[[worker]] to [[you]]-[[ward]], in [[reference]] to [[you]], [[εἰς]] [[τήν]] βασιλείαν [[τοῦ]] Θεοῦ, for the [[advancement]] of the [[kingdom]] of God, τῇ [[ἀλήθεια]], for (the [[benefit]] of) the [[truth]] (others [[render]] (so R. V.) '[[with]] the [[truth]]'; [[see]] Westcott at the [[passage]]), 2 Maccabees 14:5.)  
|txtha=συνεργόν ([[σύν]] and ἘΡΓΩ) (from [[Pindar]]), [[Euripides]], [[Thucydides]] [[down]], a [[companion]] in [[work]], [[fellow]]-[[worker]] (Vulg. adjutor ( ); Θεοῦ, [[one]] whom God employs as an [[assistant]], as it were (a [[fellow]]-[[worker]] [[with]] God), G L [[text]] WH marginal [[reading]] [[but]] [[with]] [[τοῦ]] Θεοῦ in brackets; et al. διάκονον, [[which]] [[see]] 1). plural: a [[joint]]-promoter (A. V. [[helper]])), συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς, we labor [[with]] [[you]] to the [[end]] [[that]] we [[may]] [[rejoice]] in [[your]] Christian [[state]], [[εἰς]] [[ὑμᾶς]] (my) [[fellow]]-[[worker]] to [[you]]-[[ward]], in [[reference]] to [[you]], [[εἰς]] [[τήν]] βασιλείαν [[τοῦ]] Θεοῦ, for the [[advancement]] of the [[kingdom]] of God, τῇ [[ἀλήθεια]], for (the [[benefit]] of) the [[truth]] (others [[render]] (so R. V.) '[[with]] the [[truth]]'; [[see]] Westcott at the [[passage]]), 2 Maccabees 14:5.)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συνεργός]], -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[συμμέτοχος]] σε [[αδίκημα]], αυτός που βοηθάει κάποιον με [[πράξη]] βοηθητική στην [[προπαρασκευή]] ή στην [[τέλεση]] αδικήματος (α. «[[συνεργός]] σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[μυών]] ή μυϊκών ομάδων, η [[συστολή]] τών οποίων συμβάλλει στην [[πραγματοποίηση]] της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργάτης]], [[βοηθός]] (α. «θεοῡ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.<br />β. «ὁ τοῡ θεοῡ [[φόβος]] τῆς ἀρετῆς [[συνεργός]]», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε [[κάτι]] (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ [[ἄνευ]]», Κλήμ. Αλ.<br />β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», <b>Ευρ.</b><br />γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[συντεχνίτης]], ο [[σύντροφος]] στην [[ίδια]] δουλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> / -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>εργός</i>, <i>πάρ</i>-<i>εργος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συνεργός]], -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[συμμέτοχος]] σε [[αδίκημα]], αυτός που βοηθάει κάποιον με [[πράξη]] βοηθητική στην [[προπαρασκευή]] ή στην [[τέλεση]] αδικήματος (α. «[[συνεργός]] σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[μυών]] ή μυϊκών ομάδων, η [[συστολή]] τών οποίων συμβάλλει στην [[πραγματοποίηση]] της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργάτης]], [[βοηθός]] (α. «θεοῡ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.<br />β. «ὁ τοῡ θεοῡ [[φόβος]] τῆς ἀρετῆς [[συνεργός]]», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε [[κάτι]] (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ [[ἄνευ]]», Κλήμ. Αλ.<br />β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», <b>Ευρ.</b><br />γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[συντεχνίτης]], ο [[σύντροφος]] στην [[ίδια]] δουλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> / -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>εργός</i>, <i>πάρ</i>-<i>εργος</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[συνεργός]], -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[συμμέτοχος]] σε [[αδίκημα]], αυτός που βοηθάει κάποιον με [[πράξη]] βοηθητική στην [[προπαρασκευή]] ή στην [[τέλεση]] αδικήματος (α. «[[συνεργός]] σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[μυών]] ή μυϊκών ομάδων, η [[συστολή]] τών οποίων συμβάλλει στην [[πραγματοποίηση]] της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργάτης]], [[βοηθός]] (α. «θεοῡ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.<br />β. «ὁ τοῡ θεοῡ [[φόβος]] τῆς ἀρετῆς [[συνεργός]]», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε [[κάτι]] (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ [[ἄνευ]]», Κλήμ. Αλ.<br />β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», <b>Ευρ.</b><br />γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[συντεχνίτης]], ο [[σύντροφος]] στην [[ίδια]] δουλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> / -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>εργός</i>, <i>πάρ</i>-<i>εργος</i>].
}}
}}