φακός: Difference between revisions

7,572 bytes added ,  29 September 2017
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> lentille, <i>plante et graine</i> ; φακὸς [[ἐκ]] [[τῶν]] τελμάτων LUC lentille d’eau ; purée de lentilles;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> tache de rousseur.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> faba.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> lentille, <i>plante et graine</i> ; φακὸς [[ἐκ]] [[τῶν]] τελμάτων LUC lentille d’eau ; purée de lentilles;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> tache de rousseur.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> faba.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φαγός]], και φακόν, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> [[τεμάχιο]] γυαλιού ή οποιουδήποτε άλλου διαθλαστικού υλικού, στερεού ή και υγρού, που περικλείεται [[συνήθως]] από σφαιρικές επιφάνειες και χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό οπτικών ειδώλων (α. «[[αμφίκυρτος]] [[φακός]]» β. «[[κοιλόκυρτος]] [[φακός]]» γ. «[[επιπεδόκυρτος]] [[φακός]]» δ. «[[αμφίκοιλος]] [[φακός]]»)<br /><b>2.</b> (ειδικά) το [[ματογυάλι]]<br /><b>3.</b> φορητή ηλεκτρική [[λυχνία]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους πρωτοζώων μαστιγοφόρων<br /><b>5.</b> <b>(πετρογρ.)</b> μεταλλοφόρο [[σώμα]] ή [[πέτρωμα]] με σχετικά μεγάλο [[πάχος]] στο [[μέσον]] του που ελαττώνεται βαθμιαία στα [[άκρα]], όπως σε έναν αμφίκυρτο φακό<br /><b>6.</b> <b>γεωλ.</b> δευτερεύουσα λιθοστρωματογραφική [[ενότητα]] η οποία περιλαμβάνει ένα γεωλογικό [[στρώμα]] με σχετικά μικρή γεωγραφική [[έκταση]] και με [[πάχος]] ελαττούμενο βαθμιαία [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[κρυσταλλοειδής]]<br />β) «[[μεγεθυντικός]] [[φακός]]» — συγκλίνων [[φακός]] που χρησιμοποιείται για την [[παρατήρηση]] τών λεπτομερειών ενός αντικειμένου<br />γ) «φακοί [[επαφής]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[διαφανής]] [[οπτική]] [[πρόθεση]] δισκοειδούς σχήματος, προοριζόμενο για [[τοποθέτηση]] σε [[επαφή]] με τον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού με σκοπό τη [[διόρθωση]] διαθλαστικών ανωμαλιών του<br />δ) «[[ηλεκτρονικός]] [[φακός]]»<br />(φυσ.-τεχνολ.) [[συσκευή]] αξονικής συμμετρίας, αποτελούμενη από πυκνωτές, πηνία ή ηλεκτρομαγνήτες που εκτρέπει [[δέσμη]] ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων, όπως ακριβώς οι οπτικοί φακοί εκτρέπουν τις φωτεινές δέσμες<br />ε) «τηλεαντικειμενικός [[φακός]]»<br /><b>(φωτογρ.)</b> <b>βλ.</b> <i>τηλεαντικειμενικός</i><br />στ) «[[αχρωματικός]] [[φακός]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[αχρωματικός]]·ζ) «[[καταδυτικός]] [[φακός]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[καταδυτικός]]·η) «[[αντικειμενικός]] [[φακός]]» ή, [[απλώς]], «[[αντικειμενικός]]»<br /><b>φυσ.</b> ο [[πρώτος]] [[φακός]], [[σύστημα]] φακών ή [[κάτοπτρο]], από τα οποία διέρχεται το φως όταν εισέρχεται σε ένα οπτικό [[σύστημα]], λ.χ. [[μικροσκόπιο]] ή [[τηλεσκόπιο]]<br />θ) «[[φωτογραφικός]] [[φακός]]» — [[φακός]] φωτογραφικής μηχανής<br />ι) «[[φακός]] υπερήχων»<br /><b>φυσ.</b> [[διάταξη]] κατασκευασμένη από κατάλληλο υλικό, όπως [[είναι]] το [[πλεξιγκλάς]] ή το [[καουτσούκ]], στο εσωτερικό της οποίας η [[ταχύτητα]] τών υπερήχων [[είναι]] διαφορετική από την ταχύτητά τους [[μέσα]] σε ένα υπό [[εξέταση]] [[μέσον]], λ.χ. το [[νερό]] ή το ανθρώπινο [[σώμα]], [[γεγονός]] που προκαλεί την [[εκτροπή]] τών υπερήχων [[κατά]] τρόπο ανάλογο με αυτόν που οι οπτικοί φακοί εκτρέπουν τις φωτεινές ακτίνες<br />ια) «συγκλίνοντες ή συγκεντρωτικοί φακοί»<br /><b>φυσ.</b> φακοί παχύτεροι στο κεντρικό [[μέρος]] τους που προκαλούν τη [[σύγκλιση]] τών φωτεινών ακτίνων που διέρχονται από αυτούς [[προς]] τον κύριο άξονα του φακού<br />ιβ) «αποκλίνοντες ή αποκεντρωτικοί φακοί»<br /><b>φυσ.</b> φακοί παχύτεροι στα [[άκρα]] τους, που προκαλούν την [[απόκλιση]] τών φωτεινών ακτίνων από τον κύριο άξονα, [[προς]] τον οποίο, [[πριν]] από την [[πρόσπτωση]] τους στον φακό, ήταν παράλληλοι<br />ιγ) «[[αστιγματικός]] [[φακός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[αστιγματικός]]<br />ιδ) «[[φακός]] [[προσοφθάλμιος]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[προσοφθάλμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φακή]] («κρόμμυα καὶ σκόροδα και φακοὺς καὶ κέγχρους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φαγητό]] από φακές<br /><b>3.</b> [[καθετί]] όμοιο στο [[σχήμα]] με τη [[φακή]]<br /><b>4.</b> [[θήκη]] νεκρού, [[φέρετρο]] («ἡμῑν ὑποδειξάντων καὶ φακόν τινα ἐκ χαλκοῡ κατεσκευασμένον, ἐν ᾧ τὰ λείψανα αὐτῆς σώζεσθαι ἔλεγον», Iουστ.)<br /><b>5.</b> [[εφηλίδα]], [[φακίδα]]<br /><b>6.</b> [[κόσμημα]] του κρεβατιού<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φακὸς [[ὀστράκινος]]» — πλατύ [[αγγείο]] σε [[σχήμα]] φακής, που χρησίμευε για [[θέρμανση]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «φακὸς τοῡ ἐλαίου» — [[αγγείο]] για το [[λάδι]] (ΠΔ)<br />γ) «φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων» — η [[φακή]] του νερού, το [[φυτό]] [[λέμνα]] (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ.. Η λ. [[φακός]] παρουσιάζει μορφολογικές ομοιότητες με τ. που χρησιμοποιούνται για το όσπριο [[φάβα]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>faba</i>, αρχ. πρωσ. <i>babo</i>, αλβαν. <i>bathe</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>bhabha</i>), εμφανίζει, όμως, κατάλ. -<i>κο</i>-<i>ς</i>, η οποία θα μπορούσε να παραβληθεί με την κατάλ. ορισμένων τ., δάνειων στην Ελληνική, που δηλώνουν διάφορα είδη [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> [[αἴσακος]], <i>ἀμάρακος</i>, [[ἄρακος]])].
}}
}}