3,274,306
edits
(6_18) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων φῶς, ὡς τὸ [[φωσφόρος]], Σουΐδ., Ἐκκλ. | |lstext='''φωτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων φῶς, ὡς τὸ [[φωσφόρος]], Σουΐδ., Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[φωτοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br />αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο [[φωτεινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[φωτοφόρο]]<br />α) [[λαμπτήρας]] με ανακλαστήρα<br />β) <b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[φωτοφόρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> (για το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος) αυτός που παρέχει πνευματικό φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |