φωτοφόρος: Difference between revisions

46
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων φῶς, ὡς τὸ [[φωσφόρος]], Σουΐδ., Ἐκκλ.
|lstext='''φωτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων φῶς, ὡς τὸ [[φωσφόρος]], Σουΐδ., Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[φωτοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br />αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο [[φωτεινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[φωτοφόρο]]<br />α) [[λαμπτήρας]] με ανακλαστήρα<br />β) <b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[φωτοφόρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> (για το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος) αυτός που παρέχει πνευματικό φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}