ἀκμάζω: Difference between revisions

1,360 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀκμάζω]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[ακμή]], σε πλήρη [[άνθηση]]<br /><b>2.</b> [[ανθώ]], [[ευημερώ]], [[ευδοκιμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα)<br />βρίσκομαι στην πιο δημιουργική [[φάση]] της ζωής μου, στην ωριμότητά μου<br />«ο [[ποιητής]] άκμασε στα [[μέσα]] του 5ου αιώνα»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε άρτια σωματική και πνευματική [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[εξέχω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις) βρίσκομαι στο ύψιστο [[σημείο]], σε [[έξαρση]]<br /><b>5.</b> (για [[σιτηρά]]) [[είμαι]] ώριμος, [[μεστώνω]]<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ακμάζει</i><br />[[είναι]] [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκμή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκμαστής]], [[ἀκμαστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[παρακμάζω]], [[υπερακμάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνακμάζω]], [[ἀπακμάζω]], [[ἐνακμάζω]], [[ἐξακμάζω]], [[ἐπακμάζω]], [[προακμάζω]], [[συμπαρακμάζω]], [[συνακμάζω]], [[ὑπακμάζω]].
|mltxt=(Α [[ἀκμάζω]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[ακμή]], σε πλήρη [[άνθηση]]<br /><b>2.</b> [[ανθώ]], [[ευημερώ]], [[ευδοκιμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα)<br />βρίσκομαι στην πιο δημιουργική [[φάση]] της ζωής μου, στην ωριμότητά μου<br />«ο [[ποιητής]] άκμασε στα [[μέσα]] του 5ου αιώνα»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε άρτια σωματική και πνευματική [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[εξέχω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις) βρίσκομαι στο ύψιστο [[σημείο]], σε [[έξαρση]]<br /><b>5.</b> (για [[σιτηρά]]) [[είμαι]] ώριμος, [[μεστώνω]]<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ακμάζει</i><br />[[είναι]] [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκμή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκμαστής]], [[ἀκμαστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[παρακμάζω]], [[υπερακμάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνακμάζω]], [[ἀπακμάζω]], [[ἐνακμάζω]], [[ἐξακμάζω]], [[ἐπακμάζω]], [[προακμάζω]], [[συμπαρακμάζω]], [[συνακμάζω]], [[ὑπακμάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[ἀκμή]]), βρίσκομαι σε πλήρη [[ακμή]], είμαι στο [[άνθος]] της ηλικίας μου ή είμαι [[πλήρης]] σφρίγους και δύναμης.<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, πόλεις και κράτη, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. [[ακμάζω]] ή [[αφθονώ]] σε [[κάτι]], <i>πλούτῳ</i>, στον ίδ.· <i>παρασκευῇ πάσῃ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., είμαι αρκετά [[ισχυρός]] ώστε να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ἀκμάζει ὁ [[πόλεμος]], ἡ [[νόσος]], ο [[πόλεμος]], η [[πληγή]], η [[μάστιγα]] είναι σε πλήρη [[έξαρση]], σε Θουκ.· ἀκμάζον [[θέρος]], [[μεσοκαλόκαιρο]], στον ίδ.· λέγεται για [[σιτάρι]], όταν μεστώσει και είναι έτοιμο για θερισμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. <i>ἀκμάζει</i> με απαρ., είναι [[καιρός]] να, είναι κατάλληλη [[στιγμή]] να, σε Αισχύλ.
}}
}}