3,276,901
edits
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[ἄκυλος]])<br />[[ονομασία]] που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους [[μαζί]] με το κοινό βαλανίδι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />αβέβαιη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ουσ. [[άκολος]] «[[ψίχουλο]]» και με το ρ. της σανσκρ. <i>aśn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[τρώγω]]»]. | |mltxt=ο, η (Α [[ἄκυλος]])<br />[[ονομασία]] που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους [[μαζί]] με το κοινό βαλανίδι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />αβέβαιη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ουσ. [[άκολος]] «[[ψίχουλο]]» και με το ρ. της σανσκρ. <i>aśn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[τρώγω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκῠλος:''' ὁ, (ἡστονΘεόκρ.) [[βελανίδι]], ο [[καρπός]] του λιόπουρνου, του πρίνου, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |