3,274,306
edits
(8) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[γηράσκω]], Α και γηράω)<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[γέρος]], [[γερνώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γηράσκω]] ἀεί διδασκόμενος» — όσο [[μεγαλώνω]] [[μαθαίνω]], διδάσκομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[γέρος]]<br /><b>2.</b> (για καρπούς) [[ωριμάζω]]<br /><b>3.</b> [[εξασθενώ]], [[παρακμάζω]], [[ατονώ]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] κάποιον να γεράσει, [[συντελώ]] στο γέρασμά του<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[χρόνος]] γηράσκων» — ο [[χρόνος]] που περνά, που κυλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γήρας]]]. | |mltxt=(AM [[γηράσκω]], Α και γηράω)<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[γέρος]], [[γερνώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γηράσκω]] ἀεί διδασκόμενος» — όσο [[μεγαλώνω]] [[μαθαίνω]], διδάσκομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[γέρος]]<br /><b>2.</b> (για καρπούς) [[ωριμάζω]]<br /><b>3.</b> [[εξασθενώ]], [[παρακμάζω]], [[ατονώ]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] κάποιον να γεράσει, [[συντελώ]] στο γέρασμά του<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[χρόνος]] γηράσκων» — ο [[χρόνος]] που περνά, που κυλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γήρας]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γηράσκω:''' μέλ. <i>γηράσω</i> και γηράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, παρακ. <i>γεγήρᾱκα</i>· υπάρχει επίσης [[τύπος]] ενεστ. [[γηράω]]· υπάρχουν επίσης και κάποιοι τύποι αορ. βʹ από υποτιθέμενο ενεστ. <i>γήρημι</i> ή <i>γήρᾱμι</i>, γʹ ενικ. [[ἐγήρα]], απαρ. [[γηράναι]] [ᾰ], μτχ. [[γηράς]], Επικ. δοτ. πληθ. <i>γηράντεσσι</i> ([[γῆρας]]),<br /><b class="num">I.</b> γερνώ, [[προχωρώ]] σε [[ηλικία]], [[γίνομαι]] ηλικιωμένος· και στον αόρ. και παρακ., είμαι γέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κηρύσσων γήρασκε</i>, γερνούσε κατά τη [[διάρκεια]] άσκησης του αξιώματός του ως [[κήρυκας]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, [[χρόνος]] γηράσκων, σε Αισχύλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., βίον [[γηράναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, έκανα κάποιον να γεράσει, τον έφερα σε [[μεγάλη]] [[ηλικία]], σε Αισχύλ., Ανθ. | |||
}} | }} |