3,273,650
edits
(9) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δῆμος]], Α και δᾱμος)<br /><b>1.</b> διοικητική [[περιφέρεια]] ή [[περιοχή]] («Δήμος Αθηναίων», «Δῆμος Κυδαθηναιέων»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών κατοίκων, ο [[πληθυσμός]] της περιοχής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ» — τα οικογενειακά προβλήματα ή [[μυστικά]] δεν [[πρέπει]] να κοινοποιούνται<br /><b>νεοελλ.</b><br />διοικητική [[περιφέρεια]] με περισσότερους από [[δέκα]] χιλιάδες κατοίκους η οποία, σύμφωνα με τους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικείται από αιρετό δήμαρχο και δημοτικό [[συμβούλιο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φατρία]] του ιπποδρόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρα]], [[περιοχή]] («Βοιωτοἰ [[μάλα]] πίονα δῆμον ἔχοντες» — οι Βοιωτοί που έχουν πολύ εύφορη [[χώρα]]<br /><b>2.</b> ο [[λαός]] της υπαίθρου, το [[πλήθος]] (σε [[αντίθεση]] με τους ευγενείς<br />«ὄφρ' ἀποτίσῃ [[δῆμος]] ἀτασθαλίας βασιλέων» — για να πληρώσει ο [[λαός]] τις ατασθαλίες τών βασιλέων)<br /><b>3.</b> [[πλήθος]], [[μεγάλος]] [[αριθμός]] όμοιων όντων («[[δῆμος]] ἰχθύων» — αποφεύγοντας την [[αυθαιρεσία]] του τυράννου να πέσουν στην [[αυθαιρεσία]] του αδίστακτου όχλου)<br /><b>4.</b> <i>Δήμος</i><br />[[προσωποποίηση]] του δήμου<br />(«[[ἱερεύς]] τοῦ Δήμου καὶ τῶν χαρίτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> το δημοκρατικό [[πολίτευμα]], η [[δημοκρατία]] («ἐλπίσαντες δῆμόν τε καταπαύσειν oἱ τύραννοι»)<br /><b>6.</b> η [[συνέλευση]], η [[συγκέντρωση]] τών πολιτών («ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ», αποφάσισε η [[βουλή]] και η [[συνέλευση]] τών πολιτών)<br /><b>7.</b> [[μέρος]] χώρας [[μαζί]] με τους κατοίκους του («φρατρίας καί δήμους καὶ κώμας»)<br /><b>8.</b> (Στην Αττική) [[κάθε]] μία από τις υποδιαιρέσεις τών φυλών, της οποίας προΐστατο ο [[δήμαρχος]]<br /><b>9.</b> για τη [[δήλωση]] του τόπου της καταγωγής κάποιου («ἐπιγράψει τοὺς βουλευτὰς [[πατρόθεν]] καὶ τοῦ δήμου»)<br /><b>10.</b> (στους Ρωμαίους) η [[τάξη]] τών πληβείων<br /><b>11.</b> (για ένα πρόσ.) [[άνθρωπος]] από τον κοινό λαό («οὐδὲ ἔοικε δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν»)<br /><b>12.</b> (στον στρατό) οι απλοί στρατιώτες (σε [[αντίθεση]] με όσους έχουν κάποιο [[αξίωμα]])<br /><b>13.</b> το μαγικό [[φυτό]] [[κατανάγκη]]<br /><b>14.</b> «[[δήμος]] ([[γυνή]])» — η [[κοινή]] [[γυναίκα]], η [[πόρνη]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δήμος]] συνδέεται με ιρλ. <i>d</i><i>ā</i><i>m</i> «[[πλήθος]], [[ομάδα]], όμιλος», αρχ. ουαλ. <i>danu</i> «[[πελάτης]]» και νεο-ουαλ. <i>daw</i> (<i>f</i>) «[[γαμπρός]] (ο [[σύζυγος]] της κόρης)»<br />Υποστηρίχθηκε ότι αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[τμήμα]], [[μέρος]]» και αποτελεί πιθ. παράγωγο σε -<i>m</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>da</i>-<i>mo</i>-) ενός ρήματος με σημ. «[[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]» (<b>βλ.</b> [[δαίομαι]]) Η λ. έχει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] τόσο ως α' όσο και ως β' συνθετικό και χρησίμευσε ιδιαιτέρως στη [[σύνθεση]] πολλών κύριων ονομάτων [[κατά]] την [[αρχαιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δημεύω]], [[δημόσιος]], [[δημότης]], [[δημώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δημακίδιον]], [[δημίδιον]], [[δημίζω]], [[δημότερος]], [[δημούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συν θετικό) [[δημαγωγός]], [[δήμαρχος]], [[δημεγέρτης]], [[δημογέρων]], [[δημοκόλακας]] (Α -[[κόλαξ]]), [[δημοκόπος]], [[δημοκράτης]], [[δημοκρατία]], [[δημοφιλής]], [[δημωφελής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δημαίτητος]], [[δημεραστής]], [[δημεχθής]], [[δημηγόρος]], [[δημήλατος]], [[δημοβόρος]], [[δημοειδής]], [[δημοθοινία]], [[δημοθοινώ]], [[δημοθόρυβος]], [[δημοκηδής]], [[δημόκοινος]], [[δημόκραντος]], [[δημολόγος]], [[δημοπίθηκος]], [[δημοποίητος]], [[δημόπρακτος]], [[δημοπράτης]], [[δημορριφής]], [[δημοτελής]], [[δημοτερπής]], [[δημούχος]], [[δημοχαρής]], [[δημοχαριστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δημόθρους]], [[δημοκατάρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοεξάπτης]], [[δημοπρόβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημαιρεσία]], [[δημογράφος]], [[δημοδιδάσκαλος]], [[δημοσυντήρητος]]<br />(Β' συνθετικό) [[απόδημος]], [[πάνδημος]], [[παρεπίδημος]], [[συνέκδημος]], [[φιλαπόδημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυξίδημος</i>, [[επίδημος]], [[φιλεπίδημος]], [[έκδημος]], [[φιλέκδημος]], [[ένδημος]], [[φιλόδημος]], [[αλλόδημος]], [[ομόδημος]], [[κοινόδημος]], [[συναπόδημος]], [[μισαπόδημος]], [[πολυαπόδημος]], [[μισόδημος]], <i>ευθύδημος</i>, [[πολύδημος]]. Κύρια ονόματα: (Α' συνθετικό) <i>Δαμάγαθος</i>, <i>Δαμάγης</i>, <i>Δαμάγητος</i>, <i>Δαμαγόρας</i>, <i>Δαμάγων</i>, <i>Δημάδης</i>, <i>Δημάλκης</i>, <i>Δήμανδρος</i>, <i>Δημάνθης</i>, <i>Δημάρατος</i>, <i>Δαμάρετος</i>, <i>Δημάρης</i>, <i>Δαμάριστος</i>, <i>Δαμάρμενος</i>, <i>Δήμαρχος</i>, <i>Δαμαρίων</i>, <i>Δαμαένετος</i>, <i>Δήμαινος</i>, <i>Δαμαίρετος</i>, <i>Δαμαισίδας</i>, <i>Δήμιππος</i>, <i>Δαμοίτας</i>, <i>Δημωφελής</i>, <i>Δημόδουλος</i>, <i>Δημογένης</i>, <i>Δημοδάμας</i>, <i>Δαμόδικος</i>, <i>Δαμόδοκος</i>, <i>Δημόδοτος</i>, <i>Δημόδωρος</i>, <i>Δαμοθάλεια</i>, <i>Δαμόθεμις</i>, <i>Δαμοθέρσης</i>, <i>Δαμόθοινος</i>, <i>Δάμοθος</i>, <i>Δαμοτθίδας</i>, <i>Δαμοκάδης</i>, <i>Δαμοκαλλίστα</i>, <i>Δημόκλειτος</i>, <i>Δαμοκλής</i>, <i>Δαμόκοσμος</i>, <i>Δαμοκούδης</i>, <i>Δαμοκράτης</i>, <i>Δαμοκρέων</i>, <i>Δημοκρίνης</i>, <i>Δαμόκριτος</i>, <i>Δημοκύδης</i>, <i>Δημοκών</i>, <i>Δήμοκος</i>, <i>Δημολέων</i>, <i>Δαμόλοχος</i>, <i>Δαμόλυτος</i>, <i>Δημομέλης</i>, <i>Δημομένης</i>, <i>Δαμομήδης</i>, <i>Δάμητις</i>, <i>Δαμονίκης</i>, <i>Δαμόνικος</i>, <i>Δημόνοθος</i>, <i>Δημόνομος</i>, <i>Δημόνους</i>, <i>Δαμόξενος</i>, <i>Δαμοπείθης</i>, <i>Δαμόπολις</i>, <i>Δημόπυθος</i>, <i>Δαμοσθένης</i>, <i>Δαμόστρατος</i>, <i>Δημοσών</i>, <i>Δαμοτέλης</i>, <i>Δαμότιμος</i>, <i>Δημοτίων</i>, <i>Δημούχος</i>, <i>Δημοφάνης</i>, <i>Δαμόφαντος</i>, <i>Δαμοφείδης</i>, <i>Δαμόφιλος</i>, <i>Δημοφών</i>, <i>Δαμοχάρης</i>, <i>Δημόχαρις</i>, <i>Δαμόχαρτος</i>, <i>Δαμώναξ</i>, <i>Δαμώνων</i>. (Β' συνθετικό) <i>Αγαθόδαμος</i>, <i>Αγασίδαμος</i>, <i>Αγνόδημος</i>, <i>Αινησίδαμος</i>, <i>Ακεστόδημος</i>, <i>Ακρόδημος</i>, <i>Αλεξίδημος</i>, <i>Αλκίδημος</i>, <i>Αλλόδαμος</i>, <i>Αμφίδημος</i>, <i>Αναξίδαμος</i>, <i>Αντίδημος</i>, <i>Απόδημος</i>, <i>Αρασίδαμος</i>, <i>Αριστόδημος</i>, <i>Αρκεσίδημος</i>, <i>Αρμόδαμος</i>, <i>Αρμοξίδαμος</i>, <i>Αρχέδημος</i>, <i>Αστόδαμος</i>, <i>Αστύδημος</i>, <i>Γνωσίδημος</i>, <i>Διακόδημος</i>, <i>Διόδημος</i>, <i>Ένδημος</i>, <i>Επίδημος</i>, <i>Ερασίδημος</i>, <i>Εύδαμος</i>, <i>Ευθύδημος</i>, <i>Ευρησίδημος</i>, <i>Ευρύδημος</i>, <i>Εχέδαμος</i>, <i>Ζευξίδαμος</i>, <i>Ηγέδημος</i>, <i>Ηγησίδημος</i>, <i>Ηρόδαμος</i>, <i>Ηφαιστόδημος</i>, <i>Θαλίδαμος</i>, <i>Θεμιστόδαμος</i>, <i>Θεόδημος</i>, <i>Θρασύδαμος</i>, <i>Ιασίδαμος</i>, <i>Ιθύδαμος</i>, <i>Ιππόδημος</i>, <i>Καλλίδημος</i>, <i>Κηφισόδημος</i>, <i>Κλεινόδημος</i>, <i>Κλεόδημος</i>, <i>Κρατίδημος</i>, <i>Κρινόδαμος</i>, <i>Κριτόδαμος</i>, <i>Κτησίδημος</i>, <i>Λεοντοδάμα</i>, <i>Λυσίδαμος</i>, <i>Μεγιστόδαμος</i>, <i>Μειξίδημος</i>, <i>Μελέδαμος</i>, <i>Μελησίδημος</i>, <i>Μενέδαμος</i>, <i>Μεσόδαμος</i>, <i>Μνασίδαμος</i>, <i>Νεόδαμος</i>, <i>Νικασίδαμος</i>, <i>Νικόδαμος</i>, <i>Ξενόδημος</i>, <i>Ονησίδημος</i>, <i>Ορθόδαμος</i>, <i>Πειθίδαμος</i>, <i>Πεισίδαμος</i>, <i>Πιστόδημος</i>, <i>Πραξίδαμος</i>, <i>Πρόδαμος</i>, <i>Πρωτόδημος</i>, <i>Πυθόδημος</i>, <i>Πυρρίδημος</i>, <i>Σθενόδημος</i>, <i>Στρατόδημος</i>, <i>Σώδαμος</i>, <i>Σωσίδαμος</i>, <i>Ταχύδημος</i>, <i>Τελέδαμος</i>, <i>Τελεσίδημος</i>, <i>Τιμησίδημος</i>, <i>Τιμόδημος</i>, <i>Υδρίδημος</i>, <i>Φανόδημος</i>, <i>Φαύδαμος</i>, <i>Φιλόδαμος</i>, <i>Φιλτόδαμος</i>, <i>Φρασίδημος</i>, <i>Χαιρίδημος</i>, <i>Χαρίδημος</i>, <i>Χαροπίδαμος</i>, <i>Χρησίδημος</i>]. | |mltxt=ο (AM [[δῆμος]], Α και δᾱμος)<br /><b>1.</b> διοικητική [[περιφέρεια]] ή [[περιοχή]] («Δήμος Αθηναίων», «Δῆμος Κυδαθηναιέων»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών κατοίκων, ο [[πληθυσμός]] της περιοχής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ» — τα οικογενειακά προβλήματα ή [[μυστικά]] δεν [[πρέπει]] να κοινοποιούνται<br /><b>νεοελλ.</b><br />διοικητική [[περιφέρεια]] με περισσότερους από [[δέκα]] χιλιάδες κατοίκους η οποία, σύμφωνα με τους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικείται από αιρετό δήμαρχο και δημοτικό [[συμβούλιο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φατρία]] του ιπποδρόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρα]], [[περιοχή]] («Βοιωτοἰ [[μάλα]] πίονα δῆμον ἔχοντες» — οι Βοιωτοί που έχουν πολύ εύφορη [[χώρα]]<br /><b>2.</b> ο [[λαός]] της υπαίθρου, το [[πλήθος]] (σε [[αντίθεση]] με τους ευγενείς<br />«ὄφρ' ἀποτίσῃ [[δῆμος]] ἀτασθαλίας βασιλέων» — για να πληρώσει ο [[λαός]] τις ατασθαλίες τών βασιλέων)<br /><b>3.</b> [[πλήθος]], [[μεγάλος]] [[αριθμός]] όμοιων όντων («[[δῆμος]] ἰχθύων» — αποφεύγοντας την [[αυθαιρεσία]] του τυράννου να πέσουν στην [[αυθαιρεσία]] του αδίστακτου όχλου)<br /><b>4.</b> <i>Δήμος</i><br />[[προσωποποίηση]] του δήμου<br />(«[[ἱερεύς]] τοῦ Δήμου καὶ τῶν χαρίτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> το δημοκρατικό [[πολίτευμα]], η [[δημοκρατία]] («ἐλπίσαντες δῆμόν τε καταπαύσειν oἱ τύραννοι»)<br /><b>6.</b> η [[συνέλευση]], η [[συγκέντρωση]] τών πολιτών («ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ», αποφάσισε η [[βουλή]] και η [[συνέλευση]] τών πολιτών)<br /><b>7.</b> [[μέρος]] χώρας [[μαζί]] με τους κατοίκους του («φρατρίας καί δήμους καὶ κώμας»)<br /><b>8.</b> (Στην Αττική) [[κάθε]] μία από τις υποδιαιρέσεις τών φυλών, της οποίας προΐστατο ο [[δήμαρχος]]<br /><b>9.</b> για τη [[δήλωση]] του τόπου της καταγωγής κάποιου («ἐπιγράψει τοὺς βουλευτὰς [[πατρόθεν]] καὶ τοῦ δήμου»)<br /><b>10.</b> (στους Ρωμαίους) η [[τάξη]] τών πληβείων<br /><b>11.</b> (για ένα πρόσ.) [[άνθρωπος]] από τον κοινό λαό («οὐδὲ ἔοικε δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν»)<br /><b>12.</b> (στον στρατό) οι απλοί στρατιώτες (σε [[αντίθεση]] με όσους έχουν κάποιο [[αξίωμα]])<br /><b>13.</b> το μαγικό [[φυτό]] [[κατανάγκη]]<br /><b>14.</b> «[[δήμος]] ([[γυνή]])» — η [[κοινή]] [[γυναίκα]], η [[πόρνη]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δήμος]] συνδέεται με ιρλ. <i>d</i><i>ā</i><i>m</i> «[[πλήθος]], [[ομάδα]], όμιλος», αρχ. ουαλ. <i>danu</i> «[[πελάτης]]» και νεο-ουαλ. <i>daw</i> (<i>f</i>) «[[γαμπρός]] (ο [[σύζυγος]] της κόρης)»<br />Υποστηρίχθηκε ότι αρχική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «[[τμήμα]], [[μέρος]]» και αποτελεί πιθ. παράγωγο σε -<i>m</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>da</i>-<i>mo</i>-) ενός ρήματος με σημ. «[[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]» (<b>βλ.</b> [[δαίομαι]]) Η λ. έχει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] τόσο ως α' όσο και ως β' συνθετικό και χρησίμευσε ιδιαιτέρως στη [[σύνθεση]] πολλών κύριων ονομάτων [[κατά]] την [[αρχαιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δημεύω]], [[δημόσιος]], [[δημότης]], [[δημώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δημακίδιον]], [[δημίδιον]], [[δημίζω]], [[δημότερος]], [[δημούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συν θετικό) [[δημαγωγός]], [[δήμαρχος]], [[δημεγέρτης]], [[δημογέρων]], [[δημοκόλακας]] (Α -[[κόλαξ]]), [[δημοκόπος]], [[δημοκράτης]], [[δημοκρατία]], [[δημοφιλής]], [[δημωφελής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δημαίτητος]], [[δημεραστής]], [[δημεχθής]], [[δημηγόρος]], [[δημήλατος]], [[δημοβόρος]], [[δημοειδής]], [[δημοθοινία]], [[δημοθοινώ]], [[δημοθόρυβος]], [[δημοκηδής]], [[δημόκοινος]], [[δημόκραντος]], [[δημολόγος]], [[δημοπίθηκος]], [[δημοποίητος]], [[δημόπρακτος]], [[δημοπράτης]], [[δημορριφής]], [[δημοτελής]], [[δημοτερπής]], [[δημούχος]], [[δημοχαρής]], [[δημοχαριστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δημόθρους]], [[δημοκατάρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοεξάπτης]], [[δημοπρόβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημαιρεσία]], [[δημογράφος]], [[δημοδιδάσκαλος]], [[δημοσυντήρητος]]<br />(Β' συνθετικό) [[απόδημος]], [[πάνδημος]], [[παρεπίδημος]], [[συνέκδημος]], [[φιλαπόδημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυξίδημος</i>, [[επίδημος]], [[φιλεπίδημος]], [[έκδημος]], [[φιλέκδημος]], [[ένδημος]], [[φιλόδημος]], [[αλλόδημος]], [[ομόδημος]], [[κοινόδημος]], [[συναπόδημος]], [[μισαπόδημος]], [[πολυαπόδημος]], [[μισόδημος]], <i>ευθύδημος</i>, [[πολύδημος]]. Κύρια ονόματα: (Α' συνθετικό) <i>Δαμάγαθος</i>, <i>Δαμάγης</i>, <i>Δαμάγητος</i>, <i>Δαμαγόρας</i>, <i>Δαμάγων</i>, <i>Δημάδης</i>, <i>Δημάλκης</i>, <i>Δήμανδρος</i>, <i>Δημάνθης</i>, <i>Δημάρατος</i>, <i>Δαμάρετος</i>, <i>Δημάρης</i>, <i>Δαμάριστος</i>, <i>Δαμάρμενος</i>, <i>Δήμαρχος</i>, <i>Δαμαρίων</i>, <i>Δαμαένετος</i>, <i>Δήμαινος</i>, <i>Δαμαίρετος</i>, <i>Δαμαισίδας</i>, <i>Δήμιππος</i>, <i>Δαμοίτας</i>, <i>Δημωφελής</i>, <i>Δημόδουλος</i>, <i>Δημογένης</i>, <i>Δημοδάμας</i>, <i>Δαμόδικος</i>, <i>Δαμόδοκος</i>, <i>Δημόδοτος</i>, <i>Δημόδωρος</i>, <i>Δαμοθάλεια</i>, <i>Δαμόθεμις</i>, <i>Δαμοθέρσης</i>, <i>Δαμόθοινος</i>, <i>Δάμοθος</i>, <i>Δαμοτθίδας</i>, <i>Δαμοκάδης</i>, <i>Δαμοκαλλίστα</i>, <i>Δημόκλειτος</i>, <i>Δαμοκλής</i>, <i>Δαμόκοσμος</i>, <i>Δαμοκούδης</i>, <i>Δαμοκράτης</i>, <i>Δαμοκρέων</i>, <i>Δημοκρίνης</i>, <i>Δαμόκριτος</i>, <i>Δημοκύδης</i>, <i>Δημοκών</i>, <i>Δήμοκος</i>, <i>Δημολέων</i>, <i>Δαμόλοχος</i>, <i>Δαμόλυτος</i>, <i>Δημομέλης</i>, <i>Δημομένης</i>, <i>Δαμομήδης</i>, <i>Δάμητις</i>, <i>Δαμονίκης</i>, <i>Δαμόνικος</i>, <i>Δημόνοθος</i>, <i>Δημόνομος</i>, <i>Δημόνους</i>, <i>Δαμόξενος</i>, <i>Δαμοπείθης</i>, <i>Δαμόπολις</i>, <i>Δημόπυθος</i>, <i>Δαμοσθένης</i>, <i>Δαμόστρατος</i>, <i>Δημοσών</i>, <i>Δαμοτέλης</i>, <i>Δαμότιμος</i>, <i>Δημοτίων</i>, <i>Δημούχος</i>, <i>Δημοφάνης</i>, <i>Δαμόφαντος</i>, <i>Δαμοφείδης</i>, <i>Δαμόφιλος</i>, <i>Δημοφών</i>, <i>Δαμοχάρης</i>, <i>Δημόχαρις</i>, <i>Δαμόχαρτος</i>, <i>Δαμώναξ</i>, <i>Δαμώνων</i>. (Β' συνθετικό) <i>Αγαθόδαμος</i>, <i>Αγασίδαμος</i>, <i>Αγνόδημος</i>, <i>Αινησίδαμος</i>, <i>Ακεστόδημος</i>, <i>Ακρόδημος</i>, <i>Αλεξίδημος</i>, <i>Αλκίδημος</i>, <i>Αλλόδαμος</i>, <i>Αμφίδημος</i>, <i>Αναξίδαμος</i>, <i>Αντίδημος</i>, <i>Απόδημος</i>, <i>Αρασίδαμος</i>, <i>Αριστόδημος</i>, <i>Αρκεσίδημος</i>, <i>Αρμόδαμος</i>, <i>Αρμοξίδαμος</i>, <i>Αρχέδημος</i>, <i>Αστόδαμος</i>, <i>Αστύδημος</i>, <i>Γνωσίδημος</i>, <i>Διακόδημος</i>, <i>Διόδημος</i>, <i>Ένδημος</i>, <i>Επίδημος</i>, <i>Ερασίδημος</i>, <i>Εύδαμος</i>, <i>Ευθύδημος</i>, <i>Ευρησίδημος</i>, <i>Ευρύδημος</i>, <i>Εχέδαμος</i>, <i>Ζευξίδαμος</i>, <i>Ηγέδημος</i>, <i>Ηγησίδημος</i>, <i>Ηρόδαμος</i>, <i>Ηφαιστόδημος</i>, <i>Θαλίδαμος</i>, <i>Θεμιστόδαμος</i>, <i>Θεόδημος</i>, <i>Θρασύδαμος</i>, <i>Ιασίδαμος</i>, <i>Ιθύδαμος</i>, <i>Ιππόδημος</i>, <i>Καλλίδημος</i>, <i>Κηφισόδημος</i>, <i>Κλεινόδημος</i>, <i>Κλεόδημος</i>, <i>Κρατίδημος</i>, <i>Κρινόδαμος</i>, <i>Κριτόδαμος</i>, <i>Κτησίδημος</i>, <i>Λεοντοδάμα</i>, <i>Λυσίδαμος</i>, <i>Μεγιστόδαμος</i>, <i>Μειξίδημος</i>, <i>Μελέδαμος</i>, <i>Μελησίδημος</i>, <i>Μενέδαμος</i>, <i>Μεσόδαμος</i>, <i>Μνασίδαμος</i>, <i>Νεόδαμος</i>, <i>Νικασίδαμος</i>, <i>Νικόδαμος</i>, <i>Ξενόδημος</i>, <i>Ονησίδημος</i>, <i>Ορθόδαμος</i>, <i>Πειθίδαμος</i>, <i>Πεισίδαμος</i>, <i>Πιστόδημος</i>, <i>Πραξίδαμος</i>, <i>Πρόδαμος</i>, <i>Πρωτόδημος</i>, <i>Πυθόδημος</i>, <i>Πυρρίδημος</i>, <i>Σθενόδημος</i>, <i>Στρατόδημος</i>, <i>Σώδαμος</i>, <i>Σωσίδαμος</i>, <i>Ταχύδημος</i>, <i>Τελέδαμος</i>, <i>Τελεσίδημος</i>, <i>Τιμησίδημος</i>, <i>Τιμόδημος</i>, <i>Υδρίδημος</i>, <i>Φανόδημος</i>, <i>Φαύδαμος</i>, <i>Φιλόδαμος</i>, <i>Φιλτόδαμος</i>, <i>Φρασίδημος</i>, <i>Χαιρίδημος</i>, <i>Χαρίδημος</i>, <i>Χαροπίδαμος</i>, <i>Χρησίδημος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῆμος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> εδαφική [[περιφέρεια]], [[διαμέρισμα]], [[επικράτεια]], [[χώρα]], γη, [[κτήμα]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> άνθρωποι μιας περιοχής, κοινότητας, δημότες, Λατ. [[plebs]], δήμου [[ἀνήρ]], αντίθ. προς [[βασιλεύς]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για μεμονωμένα πρόσωπα, [[δῆμος]] [[ἐών]], όντας [[κοινός]] [[άνθρωπος]], [[δημότης]], σε Ομήρ. Ιλ.· στους ιστορικούς, [[μάζα]], όχλος, αντίθ. προς <i>οἱ εὐδαίμονες</i>, <i>οἱ παχέες</i>, <i>οἱ δυνατοί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, αντίθ. προς το αξιωματικοί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[πλῆθος]], [[λαός]], ελεύθεροι πολίτες, [[δημοκρατία]], αντίθ. προς <i>οἱ ὀλίγοι</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> στην Αττική, <i>δῆμοι</i>, <i>οἱ</i>, [[υποδιαίρεση]] των φυλών, Δωρ. <i>κῶμαι</i>, Λατ. pagi, αρχαίες διαιρέσεις της Αττικής, που ήταν (στην [[εποχή]] του Ηρόδ.) 100 στον αριθμό, 10 για [[κάθε]] [[φυλή]] (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |