3,274,216
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δενδρίτης]], ο<br />θηλ. δενδρῑτις, η) [[δένδρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> πρωτοπλασματική αποφυάδα που μεταφέρει το νευρικό [[ρεύμα]] από την [[περιφέρεια]] του σώματος [[προς]] τα νευρικά κέντρα<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων πολύτιμων λίθων<br /><b>3.</b> το πρωινό [[κρύο]] που βλάπτει τα δένδρα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[σχετικός]] με το [[δένδρο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασκητής]] που ζει [[επάνω]] σε [[δένδρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>Δενδρίτης</i><br />[[επίθετο]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <i>Δενδρῑται</i>, οι<br />[[μυθικός]] [[λαός]]<br /><b>3.</b> <i>δενδρῑτις</i>, η (ἡ «γῆ δενδρῑτις»)<br />[[περιοχή]] κατάλληλη για [[δενδροφύτευση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δενδρῑτις [[ἄμπελος]]» — άγριο [[κλήμα]] που περιπλέκεται σε [[δένδρο]]<br />β) «νύμφαι δενδρίτιδες» — νύμφες τών δασών, αμαδρυάδες<br />γ) <i>Δενδρῑτις</i><br />[[επίθετο]] της Ελένης στη Ρόδο. | |mltxt=ο (AM [[δενδρίτης]], ο<br />θηλ. δενδρῑτις, η) [[δένδρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> πρωτοπλασματική αποφυάδα που μεταφέρει το νευρικό [[ρεύμα]] από την [[περιφέρεια]] του σώματος [[προς]] τα νευρικά κέντρα<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων πολύτιμων λίθων<br /><b>3.</b> το πρωινό [[κρύο]] που βλάπτει τα δένδρα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[σχετικός]] με το [[δένδρο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασκητής]] που ζει [[επάνω]] σε [[δένδρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>Δενδρίτης</i><br />[[επίθετο]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <i>Δενδρῑται</i>, οι<br />[[μυθικός]] [[λαός]]<br /><b>3.</b> <i>δενδρῑτις</i>, η (ἡ «γῆ δενδρῑτις»)<br />[[περιοχή]] κατάλληλη για [[δενδροφύτευση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δενδρῑτις [[ἄμπελος]]» — άγριο [[κλήμα]] που περιπλέκεται σε [[δένδρο]]<br />β) «νύμφαι δενδρίτιδες» — νύμφες τών δασών, αμαδρυάδες<br />γ) <i>Δενδρῑτις</i><br />[[επίθετο]] της Ελένης στη Ρόδο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δενδρίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που αναφέρεται στο δέντρο· θηλ. [[δενδρῖτις]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |