θαλπνός: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλπνός]], -ή, -όν (Α) [[θάλπω]]<br />αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον [[ἄστρον]]», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[θαλπνός]], -ή, -όν (Α) [[θάλπω]]<br />αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον [[ἄστρον]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θαλπνός:''' -ή, -όν ([[θάλπω]]), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.
}}
}}