3,277,119
edits
(37) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> νεογέννητο [[λιοντάρι]] [[λιονταράκι]]<br /><b>2.</b> [[νεογνό]] άλλων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[νεογνό]] ανθρώπου («δέχει γὰρ τὸν Ἀχίλλειον σκύμνον ἐς οἴκους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με τη λ. [[σκύλαξ]] «[[νεογνό]] ζώου» και εμφανίζει δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>μνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐρυ</i>-<i>μνός</i>, <i>πρυ</i>-<i>μνός</i>, <i>στά</i>-<i>μνος</i>), ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό του τ. [[σκύλαξ]] και του αμάρτυρου τ. <i>κύμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κυῶ</i> «[[κυοφορώ]]»)]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> νεογέννητο [[λιοντάρι]] [[λιονταράκι]]<br /><b>2.</b> [[νεογνό]] άλλων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[νεογνό]] ανθρώπου («δέχει γὰρ τὸν Ἀχίλλειον σκύμνον ἐς οἴκους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με τη λ. [[σκύλαξ]] «[[νεογνό]] ζώου» και εμφανίζει δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>μνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐρυ</i>-<i>μνός</i>, <i>πρυ</i>-<i>μνός</i>, <i>στά</i>-<i>μνος</i>), ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό του τ. [[σκύλαξ]] και του αμάρτυρου τ. <i>κύμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κυῶ</i> «[[κυοφορώ]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκύμνος:''' ὁ και ἡ, νεογέννητο ζώο, [[νεογνό]], [[ιδίως]] [[νεογνό]] του λιονταριού, [[λιονταράκι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για άλλα ζώα, σε Ευρ., Πλούτ.· στους ποιητές επίσης λέγεται για ανθρώπους, [[Ἀχίλλειος]] [[σκύμνος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |