παρακλητικός: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακλητικός]], -ή, -όν, Ν ΜΑ [[παρακαλώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράκληση]], [[ικετευτικός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Παρακλητική</i><br /><b>εκκλ.</b> λειτουργικό [[βιβλίο]] της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια τών [[οκτώ]] ήχων της βυζαντινής μουσικής που ψάλλονται όλες τις ημέρες της εβδομάδας, αλλ. Μεγάλη Οκτώηχος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Παρακλητικόν</i><br /><b>εκκλ.</b> η Παρακλητική<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρακλητικός]] [[κανόνας]]»<br /><b>εκκλ.</b> θρηνώδεις ύμνοι γραμμένοι στη συνήθη [[μορφή]] τών υμνογραφικών κανόνων, οι οποίοι συνοδεύονται από καθίσματα, [[απόστιχα]] και άλλα τροπάρια, [[μαζί]] με τα οποία αποτελούν μικρή ικετήρια [[ακολουθία]] που ψάλλεται τακτικά ή έκτακτα στους ναούς ή στα σπίτια σε [[κάθε]] [[περίσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «παρακλητική [[ἐλευθερία]]» — [[ελευθερία]] η οποία αποκτάται με [[δέηση]], [[κατά]] [[χάρη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτρεπτικός]], [[παραινετικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[μετά]] από [[αίτηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακλητικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παρακλητικῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με παρακλήσεις, ικετευτικά<br /><b>αρχ.</b><br />παραινετικά, προτρεπτικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακλητικός]], -ή, -όν, Ν ΜΑ [[παρακαλώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράκληση]], [[ικετευτικός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Παρακλητική</i><br /><b>εκκλ.</b> λειτουργικό [[βιβλίο]] της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια τών [[οκτώ]] ήχων της βυζαντινής μουσικής που ψάλλονται όλες τις ημέρες της εβδομάδας, αλλ. Μεγάλη Οκτώηχος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Παρακλητικόν</i><br /><b>εκκλ.</b> η Παρακλητική<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρακλητικός]] [[κανόνας]]»<br /><b>εκκλ.</b> θρηνώδεις ύμνοι γραμμένοι στη συνήθη [[μορφή]] τών υμνογραφικών κανόνων, οι οποίοι συνοδεύονται από καθίσματα, [[απόστιχα]] και άλλα τροπάρια, [[μαζί]] με τα οποία αποτελούν μικρή ικετήρια [[ακολουθία]] που ψάλλεται τακτικά ή έκτακτα στους ναούς ή στα σπίτια σε [[κάθε]] [[περίσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «παρακλητική [[ἐλευθερία]]» — [[ελευθερία]] η οποία αποκτάται με [[δέηση]], [[κατά]] [[χάρη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτρεπτικός]], [[παραινετικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[μετά]] από [[αίτηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακλητικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παρακλητικῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με παρακλήσεις, ικετευτικά<br /><b>αρχ.</b><br />παραινετικά, προτρεπτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακλητικός:''' -ή, -όν, [[παραινετικός]], [[προτρεπτικός]], σε Πλάτ.
}}
}}