καταπλήσσω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καταπλήσσω]] και αττ. τ. καταπλήττω)<br />[[προξενώ]] θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει, να μείνει [[άναυδος]], [[σαστίζω]], εντυπωσιάζω, [[θαμπώνω]], [[εκπλήσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[εκφοβίζω]], [[τρομάζω]] με φωνές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταπλήσσομαι</i><br />θαμπώνομαι με [[κάτι]], πανικοβάλλομαι, καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο («καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=(Α [[καταπλήσσω]] και αττ. τ. καταπλήττω)<br />[[προξενώ]] θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει, να μείνει [[άναυδος]], [[σαστίζω]], εντυπωσιάζω, [[θαμπώνω]], [[εκπλήσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[εκφοβίζω]], [[τρομάζω]] με φωνές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταπλήσσομαι</i><br />θαμπώνομαι με [[κάτι]], πανικοβάλλομαι, καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο («καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] χτυπώντας· μεταφ., [[καταπλήσσω]], [[τρομοκρατώ]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο, είμαι [[έκπληκτος]], θαμπώνομαι, [[κατεπλήγη]] (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. απαρ. αορ. βʹ <i>καταπλαγῆναι</i>, σε Θουκ.· παρακ. βʹ πληθ. <i>καταπέπληχθε</i>, στον ίδ.· με αιτ., <i>καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον</i>, σε Δημ.
}}
}}