3,274,408
edits
(21) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑM [[κόρος]])<br /><b>1.</b> [[πλησμονή]], [[υπερπλήρωση]] («κόρον ἔχουσ' ἐμῶν κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κορεσμός]], [[χορτασμός]] («πάντων μὲν [[κόρος]] ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αίσθημα]] που ακολουθεί την πλήρη [[ικανοποίηση]] τών ενστίκτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] κόρον» — υπερβολικά, [[μέχρι]] το τελευταίο όριο αντοχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κόρον κτῶμαι» ή «κόρον [[λαμβάνω]]» — ικανοποιούμαι, [[χορταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[υπεροψία]], η [[αυθάδεια]] που προκαλείται από την [[πλησμονή]] αγαθών («τίκτοι τοι [[κόρος]] ὕβριν, [[ὅταν]] κακῷ [[ὄλβος]] ἕπηται ἀνθρώπῳ», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το θ. <i>κορ</i>(<i>ε</i>)- του αορ. <i>κορέ</i>-<i>σαι</i> του ρ. [[κορέννυμι]].———————— <b>(II)</b><br />[[κόρος]], ιων. τ. κοῡρος, δωρ. τ. [[κῶρος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[αρσενικό]] [[παιδί]] από τη νηπιακή [[ηλικία]], [[μάλιστα]] πολλές φορές και [[πριν]] από τη γέννησή του, [[μέχρι]] τη στρατεύσιμη [[ηλικία]], [[αγόρι]] («μηδ' ὅν τινα γαστέρι [[μήτηρ]] κοῡρον ἐόντα φέροι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόροι</i><br />α) οι πολεμιστές, οι στρατιώτες, τα παληκάρια<br />β) οι νεαροί άνδρες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε συμπόσια, θυσίες κ.λπ.<br />γ) (στους Λακεδαιμονίους) η [[τάξη]] τών ιππέων<br /><b>3.</b> (με γενική κύριου ονόματος) [[γιος]] («οἵ τε Θησέως κόροι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> μικρό [[άγαλμα]] ή [[κούκλα]] που χρησιμοποιούσαν στη [[μαγεία]]<br /><b>5.</b> [[κλωνάρι]] δένδρου ή [[βλαστός]] φυτού, [[παραφυάδα]], [[βλάστημα]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πλῆθος]] ἀνθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορFος</i> και ο τ. [[κόρη]] <span style="color: red;"><</span> <i>κόρFα</i>, [[γεγονός]] που ερμηνεύει την [[εμφάνιση]] -<i>η</i> [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾱ</i> στον ιων. τ. [[κούρη]]<br />το -<i>F</i>- μαρτυρείται και στους μυκηναϊκούς τ. <i>kowo</i> και <i>kowa</i>. Συνδέονται με το θ. <i>κορε</i>- του ρ. [[κορέννυμι]] στην αρχική του σημ. «[[τρέφω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να μεγαλώσει», [[αλλά]] οι [[περαιτέρω]] λεπτομέρειες της διαμορφώσεως τους παραμένουν ασαφείς. Συνδέονται [[επίσης]] με το αρμ. <i>ser</i>- «απόγονοι, [[γενιά]]» και πιο έμμεσα με άλλα ομόρριζα του ΙE <i>ker</i>- «[[αυξάνω]], [[τρέφω]]», στα οποία ανάγονται. Τα περισσότερα παρ. και σύνθ. προήλθαν από τον επικό και ιων. τ. [[κούρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορFος</i> «με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>ρF</i>- και [[αντέκταση]]). Ο τ. [[κόρος]] εμφανίζει μόνο δύο ανώμαλα παρ., τα [[κόριψ]] και [[κόρυξ]]].———————— <b>(III)</b><br />[[κόρος]], ὁ (Α)<br />[[κόρηθρον]], [[σκούπα]], [[σάρωθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]] για υποχωρητ. παρ. του [[κορέω]] (ΙΙ)].———————— <b>(IV)</b><br />ο (Α [[κόρος]]) <b>νεοελλ.</b> (μετρολ.-ναυτ.) παλαιά [[διεθνής]] [[μονάδα]] όγκου για την [[εκτίμηση]] εσωτερικής χωρητικότητας τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Εβραίους) [[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε με [[δέκα]] αττικούς μεδίμνους («ἑκατὸν κόρους σίτου», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>k</i><i>ō</i><i>r</i> «στρογγυλό [[δοχείο]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑM [[κόρος]])<br /><b>1.</b> [[πλησμονή]], [[υπερπλήρωση]] («κόρον ἔχουσ' ἐμῶν κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κορεσμός]], [[χορτασμός]] («πάντων μὲν [[κόρος]] ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αίσθημα]] που ακολουθεί την πλήρη [[ικανοποίηση]] τών ενστίκτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] κόρον» — υπερβολικά, [[μέχρι]] το τελευταίο όριο αντοχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κόρον κτῶμαι» ή «κόρον [[λαμβάνω]]» — ικανοποιούμαι, [[χορταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[υπεροψία]], η [[αυθάδεια]] που προκαλείται από την [[πλησμονή]] αγαθών («τίκτοι τοι [[κόρος]] ὕβριν, [[ὅταν]] κακῷ [[ὄλβος]] ἕπηται ἀνθρώπῳ», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το θ. <i>κορ</i>(<i>ε</i>)- του αορ. <i>κορέ</i>-<i>σαι</i> του ρ. [[κορέννυμι]].———————— <b>(II)</b><br />[[κόρος]], ιων. τ. κοῡρος, δωρ. τ. [[κῶρος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[αρσενικό]] [[παιδί]] από τη νηπιακή [[ηλικία]], [[μάλιστα]] πολλές φορές και [[πριν]] από τη γέννησή του, [[μέχρι]] τη στρατεύσιμη [[ηλικία]], [[αγόρι]] («μηδ' ὅν τινα γαστέρι [[μήτηρ]] κοῡρον ἐόντα φέροι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόροι</i><br />α) οι πολεμιστές, οι στρατιώτες, τα παληκάρια<br />β) οι νεαροί άνδρες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε συμπόσια, θυσίες κ.λπ.<br />γ) (στους Λακεδαιμονίους) η [[τάξη]] τών ιππέων<br /><b>3.</b> (με γενική κύριου ονόματος) [[γιος]] («οἵ τε Θησέως κόροι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> μικρό [[άγαλμα]] ή [[κούκλα]] που χρησιμοποιούσαν στη [[μαγεία]]<br /><b>5.</b> [[κλωνάρι]] δένδρου ή [[βλαστός]] φυτού, [[παραφυάδα]], [[βλάστημα]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πλῆθος]] ἀνθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορFος</i> και ο τ. [[κόρη]] <span style="color: red;"><</span> <i>κόρFα</i>, [[γεγονός]] που ερμηνεύει την [[εμφάνιση]] -<i>η</i> [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾱ</i> στον ιων. τ. [[κούρη]]<br />το -<i>F</i>- μαρτυρείται και στους μυκηναϊκούς τ. <i>kowo</i> και <i>kowa</i>. Συνδέονται με το θ. <i>κορε</i>- του ρ. [[κορέννυμι]] στην αρχική του σημ. «[[τρέφω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να μεγαλώσει», [[αλλά]] οι [[περαιτέρω]] λεπτομέρειες της διαμορφώσεως τους παραμένουν ασαφείς. Συνδέονται [[επίσης]] με το αρμ. <i>ser</i>- «απόγονοι, [[γενιά]]» και πιο έμμεσα με άλλα ομόρριζα του ΙE <i>ker</i>- «[[αυξάνω]], [[τρέφω]]», στα οποία ανάγονται. Τα περισσότερα παρ. και σύνθ. προήλθαν από τον επικό και ιων. τ. [[κούρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορFος</i> «με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>ρF</i>- και [[αντέκταση]]). Ο τ. [[κόρος]] εμφανίζει μόνο δύο ανώμαλα παρ., τα [[κόριψ]] και [[κόρυξ]]].———————— <b>(III)</b><br />[[κόρος]], ὁ (Α)<br />[[κόρηθρον]], [[σκούπα]], [[σάρωθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]] για υποχωρητ. παρ. του [[κορέω]] (ΙΙ)].———————— <b>(IV)</b><br />ο (Α [[κόρος]]) <b>νεοελλ.</b> (μετρολ.-ναυτ.) παλαιά [[διεθνής]] [[μονάδα]] όγκου για την [[εκτίμηση]] εσωτερικής χωρητικότητας τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Εβραίους) [[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε με [[δέκα]] αττικούς μεδίμνους («ἑκατὸν κόρους σίτου», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>k</i><i>ō</i><i>r</i> «στρογγυλό [[δοχείο]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόρος:''' (Α), -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[γέμισμα]], [[πλήρωση]], [[ικανοποίηση]], [[χόρτασμα]], [[πλησμονή]], σε Όμηρ. κ.λπ.· πάντων μὲν [[κόρος]] [[ἐστί]], <i>καὶ ὕπνου</i>, [[κάποιος]] μπορεί να χορτάσει όλα τα πράγματα, [[ακόμα]] και τον ύπνο κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κ. ἔχειν τινός</i>, [[χορταίνω]] από [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> επακόλουθο του κορεσμού, [[αυθάδεια]], [[ιταμότητα]], σε Πίνδ.· <i>πρὸς κόρον</i>, με [[αυθάδεια]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[κόρος]]:</b> (Β), -ου, ὁ, Ιων. [[κοῦρος]], Δωρ. [[κῶρος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αγόρι]], [[νεανίας]], [[παιδί]], [[έφηβος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κοῦροι</i>, νεαροί άνδρες, πολεμιστές, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, υπηρέτες, όπως το Λατ. pueri, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. κυρίων ονομάτων, [[γιος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>Θησέως κ</i>., σε Σοφ. κ.λπ. (πιθ. από τα [[κείρω]], [[κάποιος]] που έχει κόψει κοντά τα μαλλιά του, όταν βγαίνει από την εφηβική [[ηλικία]]).<br /><b class="num">• [[κόρος]]:</b> (Γ), ὁ, το εβραϊκό [[σάρωθρο]], ξηράμετρο, ξηρομετρική [[μονάδα]] που χωρούσε [[δέκα]] αττ. μεδίμνους, γύρω στα εκατόν [[είκοσι]] γαλόνια, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |