τιτρώσκω: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, επικ. τ. [[τρώω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις)<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[φθορά]] («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το [[κύρος]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] («τὸ [[ἀκόντιον]]... ἔτρωσεν αὐτόν», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> (συν. σχετικά με [[πλοίο]]) α) [[προξενώ]] [[βλάβη]], [[προξενώ]] ζημιές<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καταστρέφω]], [[αχρηστεύω]] («καὶ ἐπιδιώκοντες ὡς διὰ βραχείας ἔτρωσαν μὲν πολλὰς [τῶν νεῶν]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>4.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]] («τιτρώσκει δὲ τὸ ὠὸν τῇ προτέρᾳ ἤ ἐκλέπει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[βλαβερός]] («οἶνός τε τρώει [[μελιηδής]], ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>τιτρώσκομαι</i><br /><b>ιατρ.</b> (για [[γυναίκα]]) [[υφίσταμαι]] [[έκτρωση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[τιτρώσκω]] φόνον» — [[επιφέρω]] θανάσιμο [[τραύμα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i>, με ενεστ. διπλασιασμό <i>τι</i>- και [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρά</i>-<i>σκω</i>), έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>τερη</i>- της ρίζας <i>ter</i>- «[[διαπερνώ]], [[τρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρον]], [[τερηδών]]), με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]. Από το θ. του ρ. [[τιτρώσκω]], [[χωρίς]] διπλασιασμό και [[επίθημα]] -<i>σκω</i>, έχει σχηματιστεί ο επικ. ενεστ. [[τρώω]] και [[επίσης]] τα ρηματ. ονόματα [[τρῶσις]] (<b>πρβλ.</b> <i>έκ</i>-<i>τρωσις</i>), [[τρωτός]], [[τρῶμα]] (<b>πρβλ.</b> <i>έκ</i>-<i>τρωμα</i>), ενώ ο αττ. τ. [[τραῦμα]] έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] τη λ. [[θραῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]])].
|mltxt=ΝΑ, επικ. τ. [[τρώω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις)<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[φθορά]] («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το [[κύρος]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] («τὸ [[ἀκόντιον]]... ἔτρωσεν αὐτόν», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> (συν. σχετικά με [[πλοίο]]) α) [[προξενώ]] [[βλάβη]], [[προξενώ]] ζημιές<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καταστρέφω]], [[αχρηστεύω]] («καὶ ἐπιδιώκοντες ὡς διὰ βραχείας ἔτρωσαν μὲν πολλὰς [τῶν νεῶν]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>4.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]] («τιτρώσκει δὲ τὸ ὠὸν τῇ προτέρᾳ ἤ ἐκλέπει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[βλαβερός]] («οἶνός τε τρώει [[μελιηδής]], ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>τιτρώσκομαι</i><br /><b>ιατρ.</b> (για [[γυναίκα]]) [[υφίσταμαι]] [[έκτρωση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[τιτρώσκω]] φόνον» — [[επιφέρω]] θανάσιμο [[τραύμα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i>, με ενεστ. διπλασιασμό <i>τι</i>- και [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρά</i>-<i>σκω</i>), έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>τερη</i>- της ρίζας <i>ter</i>- «[[διαπερνώ]], [[τρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρον]], [[τερηδών]]), με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]. Από το θ. του ρ. [[τιτρώσκω]], [[χωρίς]] διπλασιασμό και [[επίθημα]] -<i>σκω</i>, έχει σχηματιστεί ο επικ. ενεστ. [[τρώω]] και [[επίσης]] τα ρηματ. ονόματα [[τρῶσις]] (<b>πρβλ.</b> <i>έκ</i>-<i>τρωσις</i>), [[τρωτός]], [[τρῶμα]] (<b>πρβλ.</b> <i>έκ</i>-<i>τρωμα</i>), ενώ ο αττ. τ. [[τραῦμα]] έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] τη λ. [[θραῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τιτρώσκω:''' (√<i>ΤΡΩ</i>, απ' όπου σχηματίζονται οι χρόνοι), μέλ. [[τρώσω]], αόρ. [[ἔτρωσα]] — Παθ., μέλ. <i>τρωθήσομαι</i>, και στη Μέσ. <i>τρώσομαι</i>, γʹ μέλ. <i>τετρώσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτρώθην</i>, παρακ. [[τέτρωμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], σε Όμηρ.· Παθ., <i>τετρῶσθαι τὸν μηρόν</i>, να έχεις [[τραύμα]] στον μηρό, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., <i>τιτρώσκειν φόνον</i>, να επιφέρεις θανατηφόρο [[τραύμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], λέγεται για πλοία, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για [[κρασί]], [[προξενώ]] [[ζημιά]], [[βλάπτω]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}