παντάπασι: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εξ ολοκλήρου, [[ολωσδιόλου]], παντελώς<br /><b>2.</b> (σε αρνητική [[πρόταση]]) [[διόλου]], [[καθόλου]]<br /><b>αρχ.</b><br />βεβαίως, αναμφιβόλως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάντα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πᾶσι</i>(<i>ν</i>)].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εξ ολοκλήρου, [[ολωσδιόλου]], παντελώς<br /><b>2.</b> (σε αρνητική [[πρόταση]]) [[διόλου]], [[καθόλου]]<br /><b>αρχ.</b><br />βεβαίως, αναμφιβόλως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάντα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πᾶσι</i>(<i>ν</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παντάπᾱσι:''' ή [[πριν]] από [[φωνήεν]] -ιν,<br /><b class="num">1.</b> επίρρ., όλα μαζί με όλα, όλα μαζί, ολοκληρωμένα, ολοσχερώς, [[εξολοκλήρου]], σε Ηρόδ., Αττ.· οὐ [[παντάπασι]] [[οὕτως]] [[ἀλόγως]], όχι απόλυτα [[χωρίς]] λόγο, σε Θουκ.· με το [[άρθρο]], τὸ [[παντάπασι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε απαντήσεις, σημαίνει ισχυρή [[βεβαίωση]], [[μάλιστα]], έτσι ακριβώς, αναμφίβολα, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}