3,274,399
edits
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. [[προὐφείλω]] Α<br />[[οφείλω]], [[χρωστώ]] από [[πριν]] («πολλὰ πολλοῑς προοφείλειν», Δίων Κάσσ.). | |mltxt=και αττ. τ. [[προὐφείλω]] Α<br />[[οφείλω]], [[χρωστώ]] από [[πριν]] («πολλὰ πολλοῑς προοφείλειν», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προοφείλω:''' Αττ. συνηρ. προὐφ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οφείλω]] από [[πριν]]· [[προοφείλω]] [[κακόν]] τινι, [[οφείλω]] να ανταποδώσω σε κάποιον [[κακό]], σε Ευρ.· [[προοφείλω]] κακὸνταῖς πλευραῖς, [[χρωστώ]] [[κακό]] στα [[πλευρά]] κάποιου, δηλ. του αξίζει [[πλήγμα]] [[εκεί]], σε Αριστοφ. — Παθ., οφείλομαι εκ των προτέρων, λέγεται για χρέη, ὁ προοφειλόμενος [[φόρος]], τα προοφειλόμενα χρέη των φόρων, σε Ηρόδ.· <i>ἔχθρηπροοφειλομένη εἴς τινα</i>, [[μίσος]] που αισθανόταν [[κάποιος]] για [[πολύ]] καιρό, στον ίδ.· [[εὐεργεσία]] προὐφειλομένη, [[καλοσύνη]] που παρέμενε [[πολύ]] καιρό ως [[χρέος]], σε Θουκ. <b>II.=[[ὀφείλω]]</b> I, είμαι [[υπόχρεος]] να κάνω [[κάτι]] από [[πριν]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |