εὑρετέος: Difference between revisions

4
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
}}
}}