3,274,216
edits
(25) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μιστωτός, -ή, -ό (ΑΜ [[μισθωτός]], -ή, -όν, Μ και μιστωτός, -ή, -όν) [[μισθώνω]]<br />αυτός που εισπράττει [[μισθό]] για την [[εργασία]] την οποία παρέχει, [[έμμισθος]] [[υπάλληλος]] ή [[εργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> (στη [[μίσθωση]] εργασίας) ο [[εκμισθωτής]], [[δηλαδή]] αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του με [[μισθό]] ή [[ημερομίσθιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μισθωτός]]<br />α) ο [[υπηρέτης]], ο [[βοηθός]]<br />β) (για στρατιώτες) ο [[μισθοφόρος]]<br />γ) (για πράκτορα ξένων ή κατάσκοπο) μίσθαρνο όργανο, πληρωμένος, [[βαλτός]]. | |mltxt=και μιστωτός, -ή, -ό (ΑΜ [[μισθωτός]], -ή, -όν, Μ και μιστωτός, -ή, -όν) [[μισθώνω]]<br />αυτός που εισπράττει [[μισθό]] για την [[εργασία]] την οποία παρέχει, [[έμμισθος]] [[υπάλληλος]] ή [[εργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> (στη [[μίσθωση]] εργασίας) ο [[εκμισθωτής]], [[δηλαδή]] αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του με [[μισθό]] ή [[ημερομίσθιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μισθωτός]]<br />α) ο [[υπηρέτης]], ο [[βοηθός]]<br />β) (για στρατιώτες) ο [[μισθοφόρος]]<br />γ) (για πράκτορα ξένων ή κατάσκοπο) μίσθαρνο όργανο, πληρωμένος, [[βαλτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μισθωτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] [[έναντι]] μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μισθωτός]] [[εργάτης]], [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]], σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., <i>μισθοφόροι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |