ὄζω: Difference between revisions

1,426 bytes added ,  30 December 2018
5
(T22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(from [[root]] ὀδ, cf. Latin and English odor etc.; [[Curtius]], § 288); from [[Homer]] [[down]]; to [[give]] [[out]] an odor ([[either]] [[good]] or [[bad]]), to [[smell]], [[emit]] a [[smell]]: of a decaying [[corpse]], Exodus 8:14.
|txtha=(from [[root]] ὀδ, cf. Latin and English odor etc.; [[Curtius]], § 288); from [[Homer]] [[down]]; to [[give]] [[out]] an odor ([[either]] [[good]] or [[bad]]), to [[smell]], [[emit]] a [[smell]]: of a decaying [[corpse]], Exodus 8:14.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄζω:''' Δωρ. [[ὄσδω]], μέλ. <i>ὀζήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὤζησα]], παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[ὄδωδα]], και υπερσ. ως παρατ. [[ὠδώδειν]], Επικ. [[ὀδώδειν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μυρίζω]], έχω κάποια [[οσμή]], [[είτε]] ευχάριστη [[είτε]] δυσάρεστη, σε Όμηρ., μόνο στο γʹ ενικ. υπερσ.· με γεν. πράγμ., [[μυρίζω]] από [[κάτι]], ὄζων [[τρυγός]], αυτός που μυρίζει από το [[κατακάθι]] του τρύγου, σε Αριστοφ.· έχω την [[οσμή]] κάποιου πράγματος, [[αναδίδω]] μια [[οσμή]], Λατ. sapere [[aliquid]], [[Κρονίων]] ὄζων, αυτός που έχει [[οσμή]] αρχαιότητας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απρόσ., ὄζει ἀπ' αὐτῆς [[ὡσεὶ]] [[ἴων]], έρχεται μια [[μυρωδιά]] απ' αυτή σαν [[άρωμα]] από βιολέτες, σε Ηρόδ.· <i>ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας</i>, βγαίνει μια γλυκιά [[μυρωδιά]] από την [[επιδερμίδα]] του, σε Αριστοφ.· ομοίως, με [[διπλή]] γεν., <i>ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος</i>, στον ίδ.
}}
}}