πικρόγλωσσος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόγλωσσος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει πικρή [[γλώσσα]], που τα [[λόγια]] του θίγουν ή προκαλούν [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που προέρχεται από πικρή, σκληρή [[γλώσσα]] («πικρογλώσσους ἀράς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])].
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόγλωσσος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει πικρή [[γλώσσα]], που τα [[λόγια]] του θίγουν ή προκαλούν [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που προέρχεται από πικρή, σκληρή [[γλώσσα]] («πικρογλώσσους ἀράς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πικρόγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή [[γλώσσα]], σε Αισχύλ.
}}
}}