3,277,114
edits
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξενοδαίτης]], δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κρεο</i>-[[δαίτης]], <i>λαγο</i>-[[δαίτης]]]. | |mltxt=[[ξενοδαίτης]], δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κρεο</i>-[[δαίτης]], <i>λαγο</i>-[[δαίτης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξενοδαίτης:''' -ου, ἡ ([[δαίς]]), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ. | |||
}} | }} |