δυσπρόσιτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπρόσιτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να πλησιάσει, να προσβάλει («[[λιμήν]] [[δυσπρόσιτος]] ναυσίν»).
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπρόσιτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να πλησιάσει, να προσβάλει («[[λιμήν]] [[δυσπρόσιτος]] ναυσίν»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσῐτος:''' -ον, [[δύσκολος]] στην [[προσέγγιση]], σε Ευρ.
}}
}}