3,274,399
edits
(47c) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσόρυτος]] και χρυσεόρ(ρ)υτος Α<br />αυτός που παρασύρει με το [[ρεύμα]] του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥυτός]] «[[ρευστός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀργυρό</i>-<i>ρρυτος</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσόρυτος]] και χρυσεόρ(ρ)υτος Α<br />αυτός που παρασύρει με το [[ρεύμα]] του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥυτός]] «[[ρευστός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀργυρό</i>-<i>ρρυτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρῡσόρρῠτος:''' -ον, αυτός που έχει χρυσά ρεύματα, σε Αισχύλ.· ποιητ. χρῡσόρῠτος, <i>-ον</i>, <i>γοναὶ χρυσόρρυτοι</i>, λέγεται για τον Περσέα, τον γιο της Δανάης, σε Σοφ. | |||
}} | }} |