μεταγιγνώσκω: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταγιγνώσκω]] (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεταγινώσκω]].
|mltxt=[[μεταγιγνώσκω]] (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεταγινώσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>μετέγνων</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αλλάζω]] απόψεις, [[μετανοιώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[αλλάζω]] απόψεις σχετικά με ένα [[ζήτημα]], [[μετανιώνω]] για [[κάτι]], <i>μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα</i>, σε Ευρ.· [[μεταγιγνώσκω]] τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]] ή [[ανακαλώ]] μια προηγούμενη [[απόφαση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[μεταβάλλω]] τη [[γνώμη]] μου ώστε να πράξω [[κάτι]] διαφορετικό, στον ίδ.· [[μεταγιγνώσκω]] ὡς..., [[αλλάζω]] την άποψή μου και [[σκέφτομαι]] ότι..., σε Ξεν.
}}
}}