δυσγοήτευτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσγοήτευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.
|mltxt=[[δυσγοήτευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσγοήτευτος:''' -ον ([[γοητεύω]]), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από [[μαγεία]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[γοητεία]], σε Πλάτ.
}}
}}