3,274,216
edits
(11) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (AM [[ἔμφρων]], -ον)<br />[[φρόνιμος]], [[γνωστικός]], [[μυαλωμένος]] («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μυαλωμένος]], αυτός που έχει [[σώες]] και ακέραιες τις [[φρένες]] ή τις αισθήσεις του («ἕως δ' ἔτ' [[ἔμφρων]] [[εἰμί]]» — όσο έχω τα λογικά μου, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[λογική]] [[σκέψη]], από [[φρόνηση]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που συνέρχεται από [[λιποθυμία]] ή λήθαργο (σε [[αντίθεση]] με τον νεκρό)<br /><b>4.</b> [[ξύπνιος]] (σε [[αντίθεση]] με τον κοιμισμένο)<br /><b>5.</b> [[λογικός]], [[μετρημένος]] («περὶ τὴν ἀργυρίου κτῆσιν [[ἔμφρων]]», Δίων Χρυσ.)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔμφρον</i><br />η [[σύνεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφρόνως</i><br />συνετά, [[φρόνιμα]], λογικά. | |mltxt=-ον (AM [[ἔμφρων]], -ον)<br />[[φρόνιμος]], [[γνωστικός]], [[μυαλωμένος]] («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μυαλωμένος]], αυτός που έχει [[σώες]] και ακέραιες τις [[φρένες]] ή τις αισθήσεις του («ἕως δ' ἔτ' [[ἔμφρων]] [[εἰμί]]» — όσο έχω τα λογικά μου, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[λογική]] [[σκέψη]], από [[φρόνηση]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που συνέρχεται από [[λιποθυμία]] ή λήθαργο (σε [[αντίθεση]] με τον νεκρό)<br /><b>4.</b> [[ξύπνιος]] (σε [[αντίθεση]] με τον κοιμισμένο)<br /><b>5.</b> [[λογικός]], [[μετρημένος]] («περὶ τὴν ἀργυρίου κτῆσιν [[ἔμφρων]]», Δίων Χρυσ.)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔμφρον</i><br />η [[σύνεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφρόνως</i><br />συνετά, [[φρόνιμα]], λογικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔμφρων:''' -ον, γεν. -ονος (ἐν, [[φρήν]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μυαλό]] ή στη [[λογική]] κάποιου, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ζωντανός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λογικός]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], [[μυαλωμένος]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[νοήμων]], [[εχέφρων]], [[λογικός]], [[αγχίνους]], [[έξυπνος]], [[ευφυής]], [[συνετός]], [[σώφρων]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |