δυσήκοος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσήκοος]], -ον)<br />[[βαρήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απείθαρχος<br /><b>2.</b> [[φοβερός]] στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσήκοος]], -ον)<br />[[βαρήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απείθαρχος<br /><b>2.</b> [[φοβερός]] στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσήκοος:''' -ον ([[ἀκούω]]), [[βαρήκοος]], σε Ανθ.
}}
}}