3,274,216
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τιμητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τιμητής]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που παρέχει, που αποδίδει [[τιμή]] σε κάποιον (α. «τιμητική [[φρουρά]]» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δηλώνει [[τιμή]], που φανερώνει [[εκτίμηση]] σε κάποιον (α. «[[τιμητικός]] [[τίτλος]]» β. «τιμητική [[προσαγόρευση]]» γ. «τιμητικοὺς θριάμβους», <b>Ευστ.</b><br />δ. «τιμητικὸν [ενν. <i>ἀγῶνα</i>] Ἀφροδίτης», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμητή, στον κήνσορα («[[τότε]] τὴν τιμητικὴν ἀρχὴν μετῄεσαν» — την [[τιμητεία]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που παρέχεται ως [[εκδήλωση]] [[τιμής]], ως [[έκφραση]] σεβασμού [[προς]] ένα εξέχον [[πρόσωπο]] («τιμητική [[σύνταξη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τιμητικὸς [[ἀνήρ]]»<br />(στην αρχ. [[Ρώμη]]) αυτός που χρημάτισε [[τιμητής]] (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τιμητικώς]] / <i>τιμητικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τιμητικά</i> Ν<br />με εκδηλώσεις [[τιμής]], σεβασμού<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε [[ένδειξη]] [[τιμής]], ως [[έκφραση]] [[τιμής]] («του χορηγήθηκε η [[σύνταξη]] [[τιμητικώς]]»). | |mltxt=-ή, -ό / [[τιμητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τιμητής]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που παρέχει, που αποδίδει [[τιμή]] σε κάποιον (α. «τιμητική [[φρουρά]]» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δηλώνει [[τιμή]], που φανερώνει [[εκτίμηση]] σε κάποιον (α. «[[τιμητικός]] [[τίτλος]]» β. «τιμητική [[προσαγόρευση]]» γ. «τιμητικοὺς θριάμβους», <b>Ευστ.</b><br />δ. «τιμητικὸν [ενν. <i>ἀγῶνα</i>] Ἀφροδίτης», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμητή, στον κήνσορα («[[τότε]] τὴν τιμητικὴν ἀρχὴν μετῄεσαν» — την [[τιμητεία]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που παρέχεται ως [[εκδήλωση]] [[τιμής]], ως [[έκφραση]] σεβασμού [[προς]] ένα εξέχον [[πρόσωπο]] («τιμητική [[σύνταξη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τιμητικὸς [[ἀνήρ]]»<br />(στην αρχ. [[Ρώμη]]) αυτός που χρημάτισε [[τιμητής]] (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τιμητικώς]] / <i>τιμητικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τιμητικά</i> Ν<br />με εκδηλώσεις [[τιμής]], σεβασμού<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε [[ένδειξη]] [[τιμής]], ως [[έκφραση]] [[τιμής]] («του χορηγήθηκε η [[σύνταξη]] [[τιμητικώς]]»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τῑμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που διαμορφώνει την [[εκτίμηση]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της ποινής, [[πινάκιον]] τιμητικόν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της περιουσίας, ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]] = [[τιμητεία]], σε Πλούτ.· [[τιμητικός]], <i>ὁ</i>, Λατ. [[vir]] [[censorius]], [[κάποιος]] που έχει υπάρξει [[τιμητής]], στον ίδ. | |||
}} | }} |