θελξίπικρος: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θελξίπικρος]], -ον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την [[πικρία]], που προξενεί [[ηδονή]] με [[πικρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]].
|mltxt=[[θελξίπικρος]], -ον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την [[πικρία]], που προξενεί [[ηδονή]] με [[πικρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θελξίπικρος:''' ον, ο γλυκά [[επώδυνος]], σε Ανθ. Π.
}}
}}