3,274,216
edits
(45) |
(6) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόνεικος]], -ον, ΝΜΑ<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[φιλόνικος]]. | |mltxt=-η, -ο / [[φιλόνεικος]], -ον, ΝΜΑ<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[φιλόνικος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλόνεικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τις έριδες, [[πρόθυμος]] για έριδες, [[εριστικός]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλόνεικον</i>, = [[φιλονεικία]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κως]], με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |