ἀσχολία: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀσχολία]]) [[άσχολος]]<br /><b>1.</b> [[ενασχόληση]], [[απασχόληση]], [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[τακτική]] [[εργασία]], [[επάγγελμα]]<br /><b>3.</b> (στα νεοελλ. [[κυρίως]] στον πληθ.) η [[απασχόληση]] που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί [[κανείς]] και με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] χρόνου ή ανάπαυσης, [[απουσία]] σχόλης<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[έλλειψη]] χρόνου, [[δυσκολία]], [[εμπόδιο]] στο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀσχολίαν ἄγω», «...ἔχω [[πρός]] τι» — [[είμαι]] απασχολημένος (με [[κάτι]])<br />β) «ἀσχολίαν [[παρέχω]] τινί» — [[ενοχλώ]] κάποιον.
|mltxt=η (Α [[ἀσχολία]]) [[άσχολος]]<br /><b>1.</b> [[ενασχόληση]], [[απασχόληση]], [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[τακτική]] [[εργασία]], [[επάγγελμα]]<br /><b>3.</b> (στα νεοελλ. [[κυρίως]] στον πληθ.) η [[απασχόληση]] που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί [[κανείς]] και με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] χρόνου ή ανάπαυσης, [[απουσία]] σχόλης<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[έλλειψη]] χρόνου, [[δυσκολία]], [[εμπόδιο]] στο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀσχολίαν ἄγω», «...ἔχω [[πρός]] τι» — [[είμαι]] απασχολημένος (με [[κάτι]])<br />β) «ἀσχολίαν [[παρέχω]] τινί» — [[ενοχλώ]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχολία:''' ἡ, [[ασχολία]], [[ενασχόληση]], [[εργασία]], [[έλλειψη]] ανάπαυλας, σε Θουκ.· [[ἀσχολία]] ἔχειν φιλοσοφίας [[πέρι]], δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη [[φιλοσοφία]]), σε Πλάτ.· [[ἀσχολία]] ἄγειν, [[ασχολούμαι]] ή απασχολούμαι, στον ίδ.· <i>ἀσχολίαν παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] [[ανησυχία]] σε κάποιον, στον ίδ.
}}
}}