γεραιόφλοιος: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεραιόφλοιος]], -ον (Α)<br />(για [[δέντρο]]) με γέρικο φλοιό, γεμάτο [[ρυτίδες]].
|mltxt=[[γεραιόφλοιος]], -ον (Α)<br />(για [[δέντρο]]) με γέρικο φλοιό, γεμάτο [[ρυτίδες]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ.
}}
}}