δαήμων: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαήμων]], -ον (AM)<br />[[έμπειρος]], εξασκημένος σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (θ. αρχ.) <i>δαη</i>- του αορ. <i>εδάην</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[διδάσκω]])].
|mltxt=[[δαήμων]], -ον (AM)<br />[[έμπειρος]], εξασκημένος σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (θ. αρχ.) <i>δαη</i>- του αορ. <i>εδάην</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[διδάσκω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]), [[γνώστης]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[ειδικός]]· <i>ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαημονέστατος</i>, σε Ξεν.
}}
}}