3,274,408
edits
(8) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δαπάνη]])<br /><b>1.</b> το να ξοδεύει [[κανείς]] [[είδος]] ή χρήματα<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]] που ξοδεύεται για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά έξοδα, [[σπατάλη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰδίᾳ]] [[δαπάνη]]» — με προσωπική [[δαπάνη]]<br />β) «[[δημοσίᾳ]] [[δαπάνη]]» — με έξοδα του κράτους<br /><b>μσν.</b><br />εφόδια και τρόφιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάπτω]] <span style="color: red;">+</span> θηλ. του επιθήματος -<i>ανος</i>. Στη λ. [[δαπάνη]] η αρχική σημ. του [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]], [[καταστρέφω]], [[φθείρω]]» μετέπεσε στη σημ. «έξοδα, [[σπατάλη]]»]. | |mltxt=η (AM [[δαπάνη]])<br /><b>1.</b> το να ξοδεύει [[κανείς]] [[είδος]] ή χρήματα<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]] που ξοδεύεται για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά έξοδα, [[σπατάλη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰδίᾳ]] [[δαπάνη]]» — με προσωπική [[δαπάνη]]<br />β) «[[δημοσίᾳ]] [[δαπάνη]]» — με έξοδα του κράτους<br /><b>μσν.</b><br />εφόδια και τρόφιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάπτω]] <span style="color: red;">+</span> θηλ. του επιθήματος -<i>ανος</i>. Στη λ. [[δαπάνη]] η αρχική σημ. του [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]], [[καταστρέφω]], [[φθείρω]]» μετέπεσε στη σημ. «έξοδα, [[σπατάλη]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δᾰπάνη:''' [ᾰ], ἡ ([[δάπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> έξοδα, [[κόστος]], [[ζημία]], [[ανάλωση]], σε Ησίοδ.· <i>χρημάτων</i>, σε Θουκ.· <i>δ. κούφη</i>, το [[κόστος]] είναι μικρό, σε Ευρ.· επίσης, στον πληθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ξόδεμα]], [[κατανάλωση]] χρημάτων· <i>ἵππων</i>, σε άλογα, σε Πίνδ.· <i>δαπάνην παρέχειν</i>, χρήματα διαθέσιμα για [[ξόδεμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> αλόγιστη, άσκοπη [[δαπάνη]], [[σπατάλη]], [[διασπάθιση]], [[υπερβολή]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |