διορθεύω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διορθεύω]] (Α) [[ορθεύω]]<br />[[κρίνω]] [[ορθά]].
|mltxt=[[διορθεύω]] (Α) [[ορθεύω]]<br />[[κρίνω]] [[ορθά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διορθεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κρίνω]] σωστά, σε Ευρ.
}}
}}