ἐρεύθω: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρευθῶ, -έω (Α) [[έρευθος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[κοκκινίζω]].
|mltxt=ἐρευθῶ, -έω (Α) [[έρευθος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[κοκκινίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρεύθω:''' απαρ. αορ. αʹ [[ἐρεῦσαι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] κόκκινο, [[βάφω]] κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[ροδίζω]], σε Θεόκρ.
}}
}}